Στο δάσος

20 T A N A F R E N C H γραφα τους συμφοιτητές μου ως «μια αγέλη από μαλακοπί­ τουρες χωριάταρους που πλατσουρίζουν μέσα σε ένα μίασμα από κλισέ τόσο παχύρρευστο, ώστε μπορείς σχεδόν να μυρίσεις το μπέικον και το λάχανο και τις σβουνιές των αγελάδων και τα παπαδοκέρια». Ακόμα κι αν μου αναγνωρίσει κανείς πως ίσως είχα μιαν άσχημη μέρα, νομίζω πως όλο αυτό δείχνει μια κάποια έλλειψη σεβασμού για τις πολιτισμικές διαφορές. Όταν μπήκα στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, τα καινούργια ρούχα της δουλειάς μου –καλοραμμένα κοστούμια από υλικά τόσο φίνα, που έμοιαζαν να ζωντανεύουν κάτω από το άγγιγ­ μά σου, πουκάμισα με τις πιο διακριτικές γαλάζιες ή πράσινες ρίγες, κασμιρένια κασκόλ απαλά σαν γούνα κουνελιού– κρέ­ μονταν ήδη σχεδόν έναν χρόνο στην ντουλάπα μου. Λατρεύω τον άγραφο κώδικα ένδυσης. Ήταν ένα από τα πράγματα που με γοήτευσαν από την αρχή στη δουλειά αυτή – μαζί με το ιδιαίτερο, λειτουργικό, ελλειπτικό ιδιόλεκτο: λανθάνοντα, τεκ­ μήρια, Σήμανση. Σε μια από τις μικρές τύπου Στίβεν Κινγκ πόλεις όπου είχα μετατεθεί μετά το Τέμπλμορ έγινε ένας φό­ νος: τυπικό συμβάν ενδοοικογενειακής βίας που ξέφυγε από τις προθέσεις ακόμα και του ίδιου του δράστη, αλλά, επειδή η προηγούμενη φιλενάδα του είχε πεθάνει κάτω από ύποπτες συνθήκες, το Τμήμα Ανθρωποκτονιών έστειλε δύο ντετέκτιβ. Ολόκληρη τη βδομάδα που έμειναν εκεί είχα το ένα μάτι στη μηχανή του καφέ όταν βρισκόμουν στο γραφείο, για να πηγαί­ νω να σερβίρομαι καφέ όταν έβαζαν κι οι ντετέκτιβ τον δικό τους, φροντίζοντας να προσθέτω με το πάσο μου γάλα και να στήνω αυτί στις συνθηματικές, κοφτές συζητήσεις τους: «όταν στείλουν από τα κεντρικά τις τοξικολογικές», «μόλις το εργα­ στήριο ταυτοποιήσει τα οδοντικά». Άρχισα ξανά το κάπνισμα για να μπορώ να τους ακολουθώ έξω στο πάρκινγκ και να φουμάρω λίγα μέτρα μακριά τους, χαζεύοντας τον ουρανό κι ακούγοντας. Μου έσκαγαν αφηρημένα χαμόγελα, μερικές φο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=