Στον οίκο του σκουληκιού

G EORG E R . R . MA R T I N 14 ληκιού, γιατί το φως ήταν το ίδιο μέρα και νύχτα–, ως τα μεσάνυχτα, όλοι οι πανηγυριστές φορούσαν μάσκες, ακόμα και ο Ανθρωποσκώληκας, και μακριές κουρτίνες από βαρύ κόκκινο βελούδο κάλυπταν το μεγάλο παρά- θυρο, για να κρύψουν τον Ήλιο. Σιωπηλοί φανοκόροι έφερναν τα φαγητά πάνω σε μαύρους σιδερένιους δί- σκους και τα τοποθετούσαν στο μακρύ τραπέζι: μεγά- λα μανιτάρια σε λευκή σάλτσα, ελαφρά καρυκευμένες φούσκες, μικροσκοπικοί γυμνοσάλιαγκες τυλιγμένοι σε μπέικον, αρωματικό πράσινο κρασί γεμάτο ζωντανά καυτερά σκουλήκια, τηγανητά αρθρόποδα, ψητοί λα- γουμόχοιροι από το βασιλικό κελάρι του Ανθρωποσκώ- ληκα, καυτό μανιταρόψωμο, εκατοντάδες άλλες λιχου- διές. Και, το κεντρικό πιάτο, αν ήταν τυχεροί, ένα τροφαντό χθονόπουλο –ή και δύο!– με τα έξι άκρα του, ακριβώς πριν το κατώφλι της εφηβείας, τυλιγμένο προ- σεκτικά με φύλλα και σερβιρισμένο ολόκληρο, με σάρ- κα λευκή και ζουμερή. Οι καλεσμένοι έτρωγαν να χορ- τάσουν, χωράτευαν και γελούσαν μέσα από τα πέπλα τους και τις μάσκες τους, κι ύστερα χόρευαν κάτω από τους πυρσούς για ώρες και ώρες, ενώ φαντάσματα από οψιδιανό παρωδούσαν τις κινήσεις τους μέσα από τους τοίχους και το πάτωμα. Όταν έρχονταν τελικά τα με- σάνυχτα, άρχιζε η αποκάλυψη. Και όταν όλοι είχαν αποκαλύψει πια τα πρόσωπά τους, οι μπρούντζινοι ιππότες κουβαλούσαν τον τρέχοντα Ανθρωποσκώληκα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=