Στον οίκο του σκουληκιού

G EORG E R . R . MA R T I N 18 διέσχιζαν την αίθουσα, και στα πόδια τους τα είδωλά τους βιάζονταν να ακολουθήσουν στον οψιδιανό. Ο Ρις αγκομαχούσε πίσω τους, πασχίζοντας μέσα στην ψεύτικη πανοπλία ενός μπρούντζινου ιππότη. «Ο παππούς σου σ’ το είπε αυτό;» ρώτησε ο Άνελιν. Ο Ρις γέλασε. «Όχι» απάντησε ο Βέρμιλαρ συνοφρυωμένος. «Όμως δεν πρόσεξες, Άνελιν, πώς οΉλιος μοιάζει με αναμμένο κάρβουνο κλεμμένο από τη θράκα;» «Ίσως» είπε ο Άνελιν. Σταμάτησε μπροστά από το κρασί και γέμισε δύο κρυστάλλινα κύπελλα με το μεστό πράσινο υγρό, ψαρεύοντας στο μπολ μέχρι που βρήκε δύο σκουλήκια με τις ουρές τους δεμένες. Τα έβαλε στο ποτό της Κάραλι, κι εκείνη χαμογέλασε με την πρότα- ση καθώς της έδινε το κύπελλο. Ήπιε μια γουλιά από το δεύτερο κύπελλο, αυτό με ένα μόνο σκουλήκι, καθώς γυρνούσε πάλι προς τον Βέρμιλαρ. «Αν οΉλιος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μεγάλο κάρβουνο» συνέχισε «τότε δεν χρειάζεται να ανησυχούμε καθόλου, γιατί έχουμε πολλά μικρότερα πρόχειρα, και οι φανοκόροι μπορούν πάντα να φέρουν περισσότερα από το σκοτάδι». Ο Ρις χασκογέλασε. Είχε ακουμπήσει την περικε- φαλαία του ιππότη στο τραπέζι και τώρα τσιμπολο- γούσε από ένα πιάτο με καρυκευμένες αράχνες. «Μπορεί» είπε ο Βέρμιλαρ. «Αλλά τότε παραδέχεσαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=