Στον καιρό των Μάγων 4: Ποτέ και πάντα

39 ανησυχία και τον φόβο, που έβλεπες τη λάμψη της μέσα από το μικρούλικο, σαν σπιρτόξυλο, στήθος της. Μια μπόχα, τόσο απαίσια που έκανε το στομάχι της Μά- για να ανακατευτεί, ξεχύθηκε βρομώντας και ζέχνοντας από τη στοά πίσω τους. Την ακολούθησε μια κραυγή, τόσο δυνατή και διαπερα- στική μέσα σ’ εκείνο τον στενό χώρο, που τους τρύπησε τα τύμπανα σαν μαχαιριά. Δύο ακτινοβόλα μάτια εμφανίστηκαν στη στοά από πίσω τους. Η Τάτσελβορμ, μισή γάτα μισή δράκαινα, και με μια καρδιά από ατόφιο σκοτάδι. Άκουσαν το γρατζούνισμα των γαμψών νυχιών πάνω στο δάπεδο της στοάς, το μακρόσυρ- το νωθρό πλατάγισμα ενός απίθανα τεράστιου φιδίσιου σώ- ματος, που γλιστρούσε γλιτσιάρικα μέσα στα περάσματα. «Πάμε να φύγουμε αποδώ!» φώναξε η Μάγια, κι έτρεξε να φύγει πεσμένη στα τέσσερα, μπαίνοντας πρώτη στη στοά. Ο Τσιμπίδας την ακολούθησε, αλλά ο Ζαρ φώναξε ξοπίσω τους: «Όχι, παιδιά, όχι, μην τρέχετε να φύγετε. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το τέρας!». «Δεν τρέχουμε. Μπουσουλάμε» είπε αγκομαχώντας ο Τσιμπίδας, τόσο αλαλιασμένος από τον φόβο που δεν πρό- σεξε πως τα περάσματα μέσα στα οποία μπουσουλούσε, ακολουθώντας τη Μάγια, γίνονταν όλο και πιο στενά, και πως ήταν αναγκασμένος να χαμηλώνει ολοένα και περισσό- τερο το σώμα του, ώσπου τελικά έφτασε να σέρνεται με την κοιλιά στο χώμα, και με το ταβάνι να τον πιέζει ολοένα και περισσότερο από πάνω, και, ω Θεέ μου… …δεν μπορούσε να συρθεί άλλο. Είχε κολλήσει. Με σπα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=