10 Ακόμα κι αν η Στέλα και η Μάριγκολντ χαίρονταν για το δώρο όταν άνοιγαν το γυαλιστερό χαρτί, η χαρά τους ποτέ δεν κρατούσε – ιδίως στη Στέλα, που έπρεπε να γράψει το ευχαριστήριο σημείωμα, αφού ήταν επτά. Η Μάριγκολντ, που ήταν μόνο τεσσάρων και οκτώ δωδέκατα, τη γλίτωνε φτηνά. Είχε απλώς να φτιάξει μια ευχαριστήρια ζωγραφιά. Όπως συνήθως, το τελευταίο δώρο της ξαδέρφης Τζούντι φαινόταν ωραίο με την πρώτη ματιά. Τους είχε στείλει δύο πανομοιότυπα βιβλία –ένα για τη Στέλα και ένα για τη Μάριγκολντ– με στραφταλιζέ μοβ εξώφυλλα. Η Μάριγκολντ μπορούσε να διαβάσει μόνο μερικές φορές, οπότε η Στέλα διάβασε δυνατά τις ασημένιες λέξεις πάνω στο εξώφυλλο: «Εγώ και οι κολλητοί μου! Τα μυστικά μας, οι προτιμήσεις μας, οι όμορφες στιγμές μας!». «Τι;» ρώτησε η Μάριγκολντ. Υπήρχε μια μικρούλα κλειδαριά στο μπροστινό μέρος, μ’ ένα κλειδάκι. Η Στέλα την ξεκλείδωσε και άνοιξε το βιβλίο. Μέσα υπήρχε ένα μοβ στιλό. «Α» είπε «κατάλαβα. Είναι για να γράφεις». «Δεν επιτρέπεται να γράφουμε στα βιβλία» είπε η Μάριγκολντ. «Σε τέτοιου είδους βιβλία δεν πειράζει» είπε η Στέλα. «Βλέπεις; Σου λέει τι να γράψεις. Λέει: Το αγαπημένο μου φαγητό και από κάτω εσύ πρέπει να γράψεις μια λίστα με τα αγαπημένα σου φαγητά». Η Μάριγκολντ συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=