Στα μυστικά του βάλτου

TA M Y Σ Τ Ι Κ Α Τ ΟΥ Β Α ΛΤ ΟΥ [13] Οι ψαράδες τώρα βουτούσαν με ορμή τα κουπιά τους, σίμωναν μια βάρκα που ξεπρόβαλε σαν φάντασμα από το σκοτάδι και χέρια απλώθηκαν από τις δυο μεριές, πιάστη- καν, σφίχθηκαν. Κάνες γυάλισαν στη θαμπή αστροφεγγιά και φυσίγγια, σειρές σταυρωτές, ξεχώρισαν στα στήθη. Άλ- λα τέσσερα ψαράδικα σίμωσαν την ξένη βάρκα. — Καλώς ορίστ! — Καλώς σας βρήκαμε! — Σας περμένμ μερς τωρ... — Μας καντ μαυρ μάτια... Η αντρίκια φωνή ξανακούστηκε, άφοβη, προστακτική από την ξένη βάρκα. — Πόσες είστε βάρκες; — Πεντ ολς μαζί, αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Λάμπρος. — Πέντε; Μία λοιπόν να μας οδηγήσει στην παραλία και οι άλλες τέσσερις να παν στο καΐκι. — Πού ν τ’ καΐκ, Καπτάν μ; ρώτησε ο μπαρμπα-Λά- μπρος. — Ως ένα μίλι από δω, ίσια μπροστά σας. Θα ξεφορτώ- σετε άντρες, όπλα και πολεμοφόδια. Ζητήσετε τον Καπε- τάνιο του καϊκιού, τον καπετάν Τάσο... Παραγγελίες χαμηλόφωνες ανταλλάχθηκαν, διατάγματα, εξηγήσεις. Και η ξένη βάρκα, ακολουθώντας από κοντά τον μπαρμπα-Λάμπρο, βγήκε στην ξηρά. Τρεις άντρες, οπλισμένοι σαν αστακοί, ξεμπαρκάρησαν. — Κλως μς ηρθτ, παλκάρ! είπε πάλι χαρούμενος ο μπαρ- μπα-Λάμπρος, ξανασφίγγοντας χέρια... Ποιος είν’ ο καπτά Νικφόρς; 2 — Εγώ είμαι, είπε ο ένας, ο ψηλότερος, με την άφοβη 2. Ν ι κ ηφό ρ ο ς : Ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=