Στα μυστικά του βάλτου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [12] — Κατά πού; ρώτησε ο κοντινότερος, σηκώνοντας έξω από το νερό το κουπί του. — Κατάπρωρα... και τα τρία... Και, κάνοντας χωνί τα χέ- ρια του, ο Αποστόλης ρώτησε χαμηλόφωνα: Ρε Δήμο... βρή- κατε ψάρι; Από το σκοτάδι βγήκε μια φωνή, χαμηλή και αυτή. — Τιπτ ακόμ.... Και απ’ αλλού, μακρύτερα, άλλη φωνή σηκώθηκε: — Μην ’σαι συ, ρε Λάμπρο; — Εγώ ειμ, αποκρίθηκε ο ψαράς. Παμ αντάμ απ’ δω κι εμπρός. Και πάλι βούτηξαν τα κουπιά στο νερό, αργά, σιωπηλά. Λίγην ώρα πήγαιναν. Έξαφνα ο Αποστόλης ρίχθηκε πίσω και σήκωσε το πρώ- το κουπί. — Τσιμουδιά! μουρμούρισε. Η διαταγή του πέρασε πίσω σαν αστραπή από στόμα σε στόμα και σιωπή τέλεια χύθηκε στα νερά. Με το χέρι χωνί πίσω από το αυτί του, τα διαπεραστικά μάτια του καρφωμένα μπροστά του, ακροάζονταν ο Απο- στόλης και κοίταζε. Πέρασαν δευτερόλεπτα γεμάτα αγωνία. Και ξαφνικά, από τη μαυρίλα μπροστά τους, μια αντρί- κια φωνή, κόβοντας το μυστήριο της σιωπής, άφοβα ρώ- τησε: — Ποιοι είστε εκεί; Είστε ψαράδες Κουλακιώτες; Τρεις τέσσερις φωνές μεμιάς αποκρίθηκαν: — Μεις είμαστ! Καλώς ορίστ!... Ένας ψίθυρος χαρούμενος έτρεξε στη σκοτεινή επιφά- νεια του νερού. — Κουλακιώτικη προφορά! Δικοί μας είναι!...

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=