Στα μυστικά του βάλτου

TA M Y Σ Τ Ι Κ Α Τ ΟΥ Β Α ΛΤ ΟΥ [11] φούχτα αλάτι στη χύτρα. Μου είπαν να πας — πως θα τους ανταμώσεις. Οι ψαράδες είχαν σηκωθεί και φορούσαν τη ζιάκα 1 και το καλπάκι τους. — Παμ! είπε ο γερο-Λάμπρος. Κοίταξ γναικ ναν καλή η κακαβιά! Και όλοι μαζί, αργοί στις κινήσεις τους, με ώμους σκυ- φτούς, τράβηξαν κατά τη θάλασσα. Δυο βάρκες, με πλατιές καρένες, περίμεναν στην ακρο- γιαλιά. Μπήκαν μέσα οι ψαράδες και τράβηξαν κατά το πέλαγος.  —Βλεπς τιπτ Αποστόλ; ρώτησε ο μπαρμπα-Λάμπρος. Σκυφτός στην πλώρη, ζητώντας με το βλέμμα να τρυπή- σει τη μαυρίλα μπροστά του, ο Αποστόλης αποκρίθηκε: — Τίποτα... Θα πάει χαμένη και τούτη η νύχτα. Άλλα ψα- ράδκ δε βλεπς; ρώτησε ένας από τους άντρες στα κουπιά. — Κανένα... Μόνος ακούγεται ο Μητρός, εδώ κοντά μας... μα ούτ’ αυτός δε φαίνεται. Σκοτάδι, μαθές... — Ε, καημέν, κριμς στα μάτια σ, που εχν κι όνομ πως βλεπν στο σκοτάδ!... κορόιδεψε ο μπαρμπα-Λάμπρος. — Σα δεν έχει τίποτα, πώς να δουν κάτι; αποκρίθηκε ήσυχα ο Αποστόλης. Ο Δεσπότης θα γελάστηκε. — Αμ δε γελιέτ ο Δεσπότς! έκανε ο μπαρμπα-Λάμπρος. Τραβάτ μπροστά πδγιά!... Και σιωπηλά προχώρησε η βάρκα στο σκοτάδι. Και πέ- ρασε η ώρα. — Τα τρία μας ψαράδικα... ψιθύρισε ο Αποστόλης. 1. Ζιάκα: Σακάκι από ύφασμα ντόπιο, μάλλινο, που λέγεται σαγιάκι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=