Στα μυστικά του βάλτου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [10] τον βάλτο... Θα ήταν πιο εύκολη η επιστροφή... γι’ αυ- τούς...» Έριξε μια ματιά στον βούρκο πίσω του, όπου στο μού- χρωμα γυάλιζαν οι νερόλακκοι και τα νερομαζώματα. «Παλιονοτιάς...» μουρμούρισε. «Δε φελάει και αν φυσή- ξει...» Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε σε μια καλύβα ψαράδων, όπου έκαιε μια πετρελένια λάμπα μπρος σ’ ένα γυάλινο παράθυρο. Γύρω σε μια φωτιά, αναμμένη στη μέση του πατώματος, πέντε έξι ψαράδες, καθισμένοι ανακούρκουδα, ζέσταιναν τα χέρια τους στη φλόγα. Δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, πηγαι- νοέρχουνταν, έριχναν κρεμμύδια σε μια χύτρα που κρέμου- νταν από τη στέγη πάνω στη φωτιά, όπου έβραζε μια ορε- κτική ψαρόσουπα. — Καλώς το παιδί μας, είπε η μεγαλύτερη γυναίκα, με την κουλακιώτική της προφορά που τρώγει τα φωνήεντα, και χαμογελώντας στο αγόρι που έφθανε. Σήκωσαν οι ψαράδες το κεφάλι και τον καλωσόρισαν και αυτοί καλόβουλα. — Σε περιμέναμ, του είπε ο ένας, ο γεροντότερος, με μα- κριές άσπρες μουστάκες, που έπεφταν ίσια κάτω και ανα- κατώνουνταν με τα γένια του. Κοντεύν μεσάνυχτα. —Μην άργησα; ρώτησε ο Αποστόλης. Δεν πρόφθασα να ξεκινήσω νωρίτερα, μπαρμπα-Λάμπρο. Περίμενα τον Δήμο. Μα δε φάνηκε. — Ο Δημς ξκίνσε με τς αλλς βαρκς, αποκρίθηκε ο μπαρ- μπα-Λάμπρος, βαριά προφέροντας το σ και καταπίνοντας κι εκείνος τις συλλαβές του. Ηρθ’ νρις κι έφυγ με τα πδγιά μας. — Έφυγαν μόλις βράδιασε, τάχα πως παν για ψάρια, πρόσθεσε η κόρη του μπαρμπα-Λάμπρου, ρίχνοντας μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=