Στα μυστικά του βάλτου

TA M Y Σ Τ Ι Κ Α Τ ΟΥ Β Α ΛΤ ΟΥ [9] — Μοιάζεις πεινασμένος, του είπε. Γιατί δε σου δίνει να φας ο θειος σου; Ο Γιωβάν σήκωσε τον ένα ώμο χωρίς ν’ αποκριθεί. — Τι θες από το Κλειδί; ρώτησε. — Θα πας τρεχάτος εκεί. Έριξε μια ματιά κατά τη δύση ο Αποστόλης και είπε: — Δεν το κάνεις σε μισή ώρα· θέλεις ώρα γεμάτη. Μα έχεις καιρό πριν νυχτώσει. Μη σε δείρει όμως ο θειος σου, αν αργήσεις; Ο Γιωβάν σήκωσε πάλι τον ώμο του. — Τι θες από το Κλειδί; ξαναρώτησε. — Θα πας στον μπαρμπα-Θανάση... ξέρεις... αυτουνού που έχει το μεγάλο αλέτρι. Και θα του πεις: «Ο Αποστόλης σου μηνά να του ετοιμάσεις στρωματσάδα». Κατάλαβες; — Κατάλαβα, αποκρίθηκε ο Γιωβάν, κι έκανε να φύγει. — Άκου δω! του φώναξε ο Αποστόλης. Πες του να σου δώσει καμιά φασουλάδα!... Μα ο Γιωβάν ήταν κιόλας μακριά. Τον ακολούθησε ο Αποστόλης με τα μάτια, ένα τόσο δα πραματάκι που πη- δούσε τους νερόλακκους, δαγκάνοντας βούκες βιαστικές από το ψωμί και το τυρί που κρατούσε σε κάθε χέρι. «Το κακόμοιρο...» μουρμούρισε ο Αποστόλης ελληνικά. «Το κακόμοιρο, το λιμασμένο... το φτωχό...» Και ξανάφυγε τρεχάτος, πηδώντας και αυτός πάνω από τους νερόλακκους, μέσα στην πηχτή λάσπη, τραβώντας κατά τη θάλασσα. Αργά κατέβαινε το σούρουπο στον κάμπο. Άνεμος λαφρύς είχε σηκωθεί και ολοένα πιο γρήγορα έτρεχε ο Αποστόλης κατά τις εκβολές του Αξιού. «Να ’πιανε βαρδάρης...» μουρμούρισε «να ξέραινε λίγο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=