Στα μυστικά του βάλτου
Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [8] — Γιατί δεν απαντάς; ρώτησε πάλι ο μεγάλος. Τι κάνεις εδώ; Έχεις δουλειά; Ο μικρός αργοκούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ήταν ως επτά οκτώ χρόνων, αδύνατο κακοθρεμμένο παιδί, φτωχο- ντυμένο και ξυπόλυτο. Τα μαλλιά του αχτένιστα και πυκνά, έπεφταν στο μέτωπό του, σκίαζαν ακόμα περισσότερο τα σκιερά του μάτια. — Δεν έχεις δουλειά; Άκου δω, εγώ έχω να σου δώσω μια δουλειά. Θα μου την κάνεις; Ο Γιωβάν πάλι δεν αποκρίθηκε. Ο άλλος άνοιξε το ρούχο του και τράβηξε από τον κόρ- φο του μια μακρόστενη σακούλα. — Κοίτα δω!... Θες ψωμί; Θες τυρί; Έλα! Θα φας καλά!... είπε γελαστά. Τα πεινασμένα μάτια του Γιωβάν πήγαιναν από το ψω- μοτύρι στο πρόσωπο του άλλου και πάλι στο ψωμοτύρι. Μα δεν αποκρίνουνταν. — Έλα, θα σου το δώσω όλο το τυρί μου. Έχω και τρία ζαχαράτα — τα θέλεις; έκανε δελεαστικά ο μεγάλος. Ο Γιωβάν πέταξε μπρος, ακατάδεχτα, το κάτω του χείλι. — Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε για το άσπρο σου τυρί! αποκρίθηκε. Το κάνω για σένα, Αποστόλη. — Γεια σου Γιωβάν! Το ήξερα πως είσαι χρυσό παιδί, είπε γελαστά ο Αποστόλης. Μα πάρε και το ψωμί και το τυρί. Εγώ έφαγα, δεν πεινώ. Να, πάρε και τα ζαχαράτα. Μα άκουσε: Έχεις κουράγιο να πας ως το Κλειδί; — Πώς! έκανε ο Γιωβάν. Είναι μισή ώρα από δω, αν τρέξω. — Μα θα πας απόψε. — Θα πάγω αμέσως! Ο Αποστόλης τον κοίταξε με οίκτο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=