Στα μυστικά του βάλτου

[7] Α Ο κάμπος του Ρουμλουκίου Ο ΗΛΙΟΣ , χαμηλώνοντας, ρόδιζε τις χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου, χρύσιζε τους νερόλακκους που είχε αφήσει εδώ κι εκεί η χθεσινή βροχή στον λασπωμένο κάμπο, που απλώ- νουνταν ως πέρα, σταχτής, άχαρος, έρημος. Πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, σηκώνοντας κά- θε φορά από έναν σβώλο λάσπη στο κάθε του τσαρούχι, γοργά προχωρούσε ένα νέο αγόρι, μόνο ζωντανό πλάσμα στην πλατιά αυτή ερημιά, άφοβα, αμέριμνα, περιφρονώ- ντας τον κάματο του δρόμου, μέσα στο μαλακό λασπια- σμένο χώμα. Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι, και κάτω από το γουνί- σιο του καλπάκι έριχνε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα. Και πάλι χαμήλωνε το μέτωπο, ξανάπιανε τον γλοιώδη του δρόμο. Μα έξαφνα στάθηκε. Λίγο παραπέρα, πλάγι σ’ ένα τσουρουφλισμένο από τον άνεμο θάμνο, ένα κεφάλι παιδιού ξεκόβουνταν στη σταχτε- ράδα του κάμπου. Ήταν ξεσκούφωτο, ισχνό, και τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια ξεχώριζαν κατάμαυρα στο χλωμό του πρόσωπο. — Γιωβάν!... Το ήξερα πως θα σε βρω κάπου εδώ! είπε βουλγάρικα ο μεγάλος· μα τι περιμένεις; Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Σιωπηλά, με κάτι σα σεβασμό σε όλο του το μουτράκι, κοίταζε τον μεγαλύτερό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=