Στα μυστικά του βάλτου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [16] — Όχι, δεν ξέρω. Μα τ’ άκουσα. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε κατά τον Αξιό. — Μα πρέπει να φεύγομε, πρόσθεσε. Έχει δρόμο πολύ, και πρέπει να φθάσομε στο χωριό πριν ξημερώσει. — Σε ποιο χωριό; — Στο Κλειδί. Έχω στείλει μήνυμα. Σας περιμένουν. Οι πρώτες βάρκες έφθαναν. Άντρες και όπλα ξεφορτώθη- καν. Σε λιγότερο από μισή ώρα, όλα ήταν φορτωμένα στις πλάτες των αντρών. Ο μπαρμπα-Λάμπρος πήρε τους τρεις καπεταναίους στην καλύβα του. Κι ενώ βιαστικά και χαρούμενα οι δυο γυναίκες τούς σερβίριζαν ψάρια και σούπα σε γαβάθες, ζέσταιναν εκείνοι χέρια και πόδια στη φωτιά, που αναμ- μένη στη μέση της καλύβας σκορπούσε τον καπνό ολό- γυρα. Ήταν και οι δυο καπεταναίοι πρωτόβγαλτοι, άπειροι. Ζητούσαν ολοένα πληροφορίες. — Έννοια σας, Καπεταναίοι μου, είπε γελαστά η κόρη του ψαρά, ξαναγεμίζοντας τις γαβάθες τους. Θα σας τα πει όλα ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός. Τα φρόντισε όλα ο Δεσπότης. — Ποιος Δεσπότης; Δεν είδαμε κανένα Δεσπότη, είπε ο καπετάν Κάλας. Το κορίτσι γέλασε. — Έτσι τον λεν τα παλικάρια μας τον Αρχηγό, αποκρί- θηκε. Ο μπαρμπα-Λάμπρος έγνεψε με το κεφάλι κατά τον πο- ταμό κι έκλεισε το ένα μάτι. — Δεσπότ λεν το Γενκό Προξν οι πολεμστάδς, είπε. — Ποιον; Τον Κορομηλά; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=