Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους
Μ Ι Ν Ω Σ Ε Υ Σ Τ Α Θ Ι Α Δ Η Σ 16 «Καλύτερα να φύγουμε» λέει η κοπέλα. Η φωνή της, αν και δυνατότερη από πριν, ίσα που ακούγεται πια. «Σσσσσς…» της σφυρίζει αυτός αντί για απάντηση, ενώ κολλάει τον δείκτη του δεξιού του χεριού πάνω στα χείλη του. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. Τίποτα δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Λες και τον τραβάει κάτι προς τα εκεί, κάποιος μαγνήτης. «Καλύτερα να…», μα η φωνή της σβήνει. Δεν μπορεί να την ακούσει καθόλου πια. Προχωράει προς τα πρώτα δέντρα. Παντού γύρω του υπάρχει η ενοχλητική αίσθηση μιας διαταραχής, ενός λάθους χωρίς εξήγηση. Τα τύμπανα έχουν πλησιάσει κι άλλο. Πόσα μέτρα τούς χωρίζουν; Εκατό; Εβδομήντα; Πενήντα; Λι γότερα; Ακόμα και τώρα όμως, τίποτα δεν διακρίνεται κάτω από την πηχτή μαυρίλα. Στο επόμενο βήμα του αισθάνεται πρώτη φορά ότι κατευθύνεται προς ένα αθέατο, μα απολύτως συγκεκρι μένο σημείο. Από τη στιγμή που βγήκε από το αμάξι, προχωράει όλο και πιο βαθιά σε μια διαφορετική επι κράτεια, σ’ έναν τόπο που δεν μπορεί να φανταστεί. Εισχωρεί στο σκοτάδι. Από την άλλη μεριά, συνεχίζει να παλεύει η λογική του: δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Κάποιος παί ζει μουσική –αν λέγεται έτσι αυτό το ασταμάτητο σφυ ροκόπημα– πριν από τα μεσάνυχτα. Και λοιπόν; Μόλις εμφανιστεί ο τυμπανιστής, θα ξεκαθαρίσουν όλα. Παρό τι δεν πρέπει να βρίσκεται παραπάνω από καμιά δεκα ριά μέτρα μακριά πια, και πάλι τίποτα δεν διακρίνεται.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=