Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους
13 « Υ πάρχει ένας φονιάς στον δρόμο…» Οι Doors αρχίζουν να παίζουν τη στιγμή που η κοπέλα τον καβαλάει. Γελάνε με τη σύμπτωση: Riders on the storm. Τουλάχιστον απόψε δεν βρέχει. Η πλάτη του καθίσματος είναι ριγμένη πίσω και το κεφάλι της έχει κολλήσει στην οροφή του Ρενό Κλιό, λες και κάποιο μεταλλικό χέρι τούς πιέζει από ψηλά. Όπως είναι σχεδόν ξαπλωμένος, κάτι τον ενοχλεί στα αριστερά. Το γόνατό του βρίσκει στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Μόλις τραβιέ ται λίγο πιο πίσω, εκείνη κάνει το αντίθετο για να ξα νακολλήσει πάνω του. Οι κοφτές αναπνοές μπερδεύονται με τα ηχεία, φτιά χνουν μια άλλη μουσική, πιο ζωντανή. Για πόσο θα φο ράνε τα ρούχα τους; Δεν υπάρχει βιασύνη. Θα μπορού σαν να μείνουν εκεί για ώρες, χωρίς κανένας να τους αναζητήσει ή να τους ενοχλήσει. Της λύνει το σουτιέν και ρουφάει, όσο βαθύτερα μπορεί μέσα στο στόμα του, το μισό αριστερό στήθος της. Προτιμάει πάντα τη μεριά της καρδιάς. Έχουν παρκάρει στην άκρη ενός τελευταίου ξέφωτου που μοιάζει με ξεχερσωμένο αγρό. Ακριβώς μπροστά τους ξεπροβάλλει επιβλητικά ο συμπαγής όγκος από το δάσος του Λανγκβάιλερ. Σ’ αυτό το σημείο το έδαφος έχει ελαφρά ανηφορική κλίση και πάνω από το παρμπρίζ κρέμεται ο νυχτερινός ουρανός, με μια λεπίδα γκρίζου μέσα στο μαύρο. Έχουν αφήσει προ πολλού πίσω τους
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=