Σώσε με

10 Οκτωβρίου 2018 « Μ ύρισε εδώ, μύρισέ το». Ο τετράχρονος Πέπλος, ένα ελληνικό τσομπανόσκυλο με κατάμαυρο τρίχωμα και τέσσερα ραβδοειδή ξεπλύματα από μπεζ χρώμα στη ράχη του, έχωσε τη μουσούδα του στην παλά- μη του αφεντικού του. «Ναι, ναι, αυτό. Μύρισέ το, αγόρι μου». Έγλειψε για δύο δευτερόλεπτα την κρύα παλάμη του άντρα που τον φώναζε Πέπλο και ύστερα έστριψε το κεφάλι του στα αριστερά τεντώνοντας το ένα του αυτί. «Βρες το, Πέπλο. Πάμε!» φώναξε ο άντρας ενθουσιασμένος κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Κάτι άκουσε, κάτι ακούστηκε. Ο άντρας έπιασε τον ίδιο ήχο με αυτόν που χάιδεψε τα αυ- τιά του τσομπανόσκυλου και το έκανε να στυλώσει τα πίσω του πόδια και να τεντώσει τα αυτιά του. Ένα μακρόσυρτο μουρ- μουρητό που κράτησε αρκετά δευτερόλεπτα και στο τελείωμά του έφερε έναν ασθενικό ήχο που έμοιασε με σπάσιμο κλαδιού. Μια τελική ηχητική απόληξη, που εκείνη τη στιγμή ο άντρας τη συνέδεσε με προσάναμμα που κροταλίζει στο μαντέμι. Ο άντρας ξεκόλλησε τα πόδια του από το χώμα και έκανε δυο βήματα πίσω, τραβώντας μαζί του τον Πέπλο. Ο σκύλος γρύλισε δυο φορές και ύστερα ξεκίνησε ένα γοερό κλάμα που έκανε την καρδιά του άντρα να επιταχύνει. Ο θρύλος ήταν πάντα εκεί, πετούσε στον αέρα της Θράκης, στο δάσος του χωριού, στο Άνω Κρυφό. Η πρώτη σκέψη που έκανε ο άντρας φάνηκε και στον ίδιο παράταιρη. Οι κουφάλες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=