Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ
20 «Άντε, λοιπόν, τι περιμένεις;» «Άκου τι λέει! Κατέβαινε δυο σεντς και θα το κάνω». Το νεοφερμένο αγόρι έβγαλε απ’ την τσέπη του δυο χάλκινα κέρματα και τα έδειξε κοροϊδευτικά. ΟΤομ τα πέταξε καταγής. Μονομιάς τα δυο αγό ρια πιάστηκαν στα χέρια και κυλίστηκαν στο χώμα γαντζωμένα το ένα με το άλλο σαν γατιά. Για ένα λεπτό μαλλιοτραβιόντουσαν κι έσκιζαν ο ένας τα ρούχα του άλλου, ανταλλάσσοντας μπουνιές και γρατσουνίσματα, κατασκονισμένοι και δοξασμέ νοι. Σε λίγο το χάος απέκτησε μορφή και μέσ’ απ’ την αχλή της μάχης παρουσιάστηκε ο Τομ καβάλα στον αντίπαλό του, συνεχίζοντας τη γροθοπατι νάδα. «Πες ήμαρτον!» είπε. Το αγόρι αγωνιζόταν να του ξεφύγει. Έκλαιγε – κυρίως από φούρκα. «Πες ήμαρτον!» επανέλαβε ο Τομ συνεχίζοντας να ρίχνει μπουνιές. Εντέλει ο ξένος ψέλλισε ένα πνιχτό «Ήμαρ τον!» και ο Τομ τον άφησε λέγοντας: «Καλά να πάθεις. Να προσέχεις με ποιον τα βάζεις άλλη φορά». Το νεοφερμένο αγόρι τίναξε τη σκόνη απ’ τα ρού χα του, κλαίγοντας και ρουφώντας τη μύτη. Κάπου
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=