Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ
16 ένας ξένος, ένα αγόρι ελάχιστα πιο ψηλό απ’ αυ τόν. Ανεξάρτητα από την ηλικία ή το φύλο του, ένας νεοφερμένος προκαλούσε εντύπωση στο μι κρό, φτωχικό χωριουδάκι του Σεντ Πίτερ σμπουργκ. Άσε που εκείνο το αγόρι ήταν καλοντυ μένο – και μάλιστα μια καθημερινή. Αυτό κι αν ήταν ανήκουστο! Το καπέλο του ήταν κομψό και το κουμπωμένο ως το πηγούνι μπλε σακάκι του ήταν καινούριο και καλοβαλμένο όπως, άλλωστε, και το παντελόνι του. Μολονότι ήταν Παρασκευή, φορούσε παπούτσια. Φορούσε ακόμα και λαιμο δέτη, μια ζωηρόχρωμη κορδέλα. Η όψη του είχε τον αέρα της πόλης κι αυτό ενόχλησε βαθύτατα τον Τομ. Όσο περισσότερο ο Τομ κοίταζε το αξιο θαύμαστο φαινόμενο τόσο μεγάλωνε η περιφρό νησή του για τα όμορφα ρούχα του, και τόσο πιο αξιοθρήνητα του φαίνονταν τα δικά του. Τα δυο αγόρια κοιτάχτηκαν αμίλητα. Όταν προχωρούσε το ένα, προχωρούσε και το άλλο, αλλά μόνο πλά για, έτσι ώστε να φέρνουν γύρους. Στο μεταξύ, δεν άφηναν ο ένας τον άλλο απ’ τα μάτια τους. Τέλος ο Τομ είπε: «Άμα θέλω, σε δέρνω!» «Για δοκίμασε». «Πάντως, μπορώ».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=