Σκυλίσια Μέρα

19 Σ Κ Υ Λ Ι Σ Ι Α Μ Ε Ρ Α «Μπα, ούτε που θα το πάρει είδηση». Και μ’ αυτή την κοινοτοπία ο Γκαρθόν έκλεισε το θέμα. Ήταν φανερό ότι, κι αυτός όπως και οι άλλοι, δεν έδινε μία για τον τύπο μήτε έτρεφε την παραμικρή συμπάθεια. Στην επιστροφή μας στο τμήμα μάς περίμενε μια μικρή έκ­ πληξη. Ο αξιωματικός Πινίγια της Δημοτικής Αστυνομίας είχε κάτι που πιθανόν μας ενδιέφερε. Στη Σιουτάτ Μπέλια, την πα­ λιά πόλη, μας ειδοποίησαν πως, εδώ και τρεις ακριβώς μέρες, ένας σκύλος αλυχτούσε και έκλαιγε μόνος προφανώς σ’ ένα διαμέρισμα. Πήγαν εκεί, άνοιξαν την πόρτα μ’ εισαγγελική εντο­ λή και βρήκαν τον έρημο μπάσταρδο να λιμοκτονεί από πείνα και δίψα. Οι γείτονες δεν ήξεραν το παραμικρό για τον ενοικια­ στή · πλην του ότι ήταν μεσήλικας και ότι τον έβλεπαν τόσο σπάνια, που με δυσκολία θα τον αναγνώριζαν. Σφράγισαν το διαμέρισμα και μετέφεραν τον σκύλο σ’ ένα δημοτικό κατάλυ­ μα. Αν σε διάστημα δύο ημερών δεν τον ζητούσε κανείς, θα κατέληγε σε καταφύγιο. Ο Πινίγια ήταν σίγουρος πως το σπίτι ανήκε στον άνθρωπό μας, οπότε εντόπισε τον ιδιοκτήτη και μας τον έφερε για ανά­ κριση. «Απ’ τους γείτονες δεν πρόκειται να βγάλετε τίποτα, αστυ­ νόμε · ακόμα και αν τον ήξεραν μιαν ολόκληρη ζωή, πάλι δεν θα σας το έλεγαν. Είναι ζόρικη γειτονιά». Ο αξιωματικός ήξερε πάρα πολύ καλά τι έλεγε. Παρ’ όλα αυτά, στείλαμε κάποιον να ξανακάνει ερωτήσεις, όσο εμείς επι­ κεντρωνόμασταν στην υποτιθέμενη κατοικία του θύματος. Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, στον οποίο ανήκε κάποτε όλο το συγκρότημα, είχε μιαν απ’ τις πιο εμετικές φάτσες που μπο­ ρούσα να θυμηθώ. Ντυμένος μ’ ένα δερμάτινο σακάκι και με χρυσά δαχτυλίδια σχεδόν σε όλα του τα δάχτυλα, δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να χαμογελάσει ή να χαιρετήσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=