Σκυλίσια Μέρα
17 Σ Κ Υ Λ Ι Σ Ι Α Μ Ε Ρ Α δεν χρειάστηκε να συνεχίσουμε · οι γυναίκες άνοιγαν μόνες τους την πόρτα, έβγαιναν στο πλατύσκαλο και μερικές φορές έρχο νταν προς το μέρος μας να φλυαρήσουν και να μας προσφέρουν τη βοήθειά τους. Κάποιες απ’ αυτές φορούσαν ρόμπες και πο διές ολόσωμες ή κοντές. Έδειχναν αναστατωμένες και περίεργες αλλά και ανήσυχες, μήπως αρχίσουν να συμβαίνουν τέτοια πε ριστατικά στη φιλήσυχη γειτονιά τους. Δήλωναν με περηφάνια την καταγωγή τους: «Εμείς είμαστε εργατικοί άνθρωποι. Δεν είχαμε ποτέ φασα ρίες, αυτό μας έλειπε τώρα να μας κουβαληθούν όλα τα κατα κάθια και να λύνουν τις διαφορές τους στους δρόμους μας». Ήταν φανερό ότι, αν είχε κάποιος έστω και το παραμικρό στοιχείο για κείνον τον άνθρωπο, θα το κατέθετε ευχαρίστως. Από ευθιξία, θέλοντας να αποκλείσουμε κάθε πιθανότητα, συ νεχίσαμε να χτενίζουμε εκείνο το καταραμένο σοκάκι για τρεις ακόμα μέρες. Χωρίς αποτέλεσμα. Κανένας δεν ήξερε τον τύπο, κανένας δεν τον είδε εκείνο το βράδυ, κανένας δεν άκουσε κάτι παράξενο τη νύχτα προς ξημερώματα της 17ης Οκτωβρίου. Το ενδεχόμενο να τον χτύπησαν κάπου αλλού και να τον μετέφεραν εκεί γινόταν όλο και πιο πιθανό. Γιατί, όμως, εκεί; Αυτός ήταν ένας άγνωστος παράγοντας γύρω απ’ τον οποίο δεν μπορούσες να κάνεις και πολλές εικασίες. Το συγκεκριμένο σημείο ήταν κάπως απόμερο και κακοφωτισμένο τη νύχτα κι αυτό ήταν από μόνο του αρκετό για να το επιλέξουν. Μόνο τρεις μέρες μετά, συνειδητοποιήσαμε ότι χάσαμε τρεις μέρες –και μάλιστα τις πρώτες τρεις μέρες!–, οι οποίες αποδει κνύονται συνήθως καθοριστικές για την επίλυση μιας υπόθεσης. Στη διάρκεια αυτού του υποτιθέμενου πολύτιμου χρόνου, συ χνάζαμε επίσης στο Βαλ ντ’ Εβρόν για να μάθουμε αν άλλαξε κάτι στην κατάσταση του ασθενή ή αν τον επισκέφτηκε κάποιος. Όμως όχι, η Ωραία Κοιμωμένη παρέμενε απαθής και μόνη. Ήταν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=