Germania: Σκοτεινό Βερολίνο (pocket)

[ 15 ] του άντρα. «Το ξέρω ότι έχετε ξυπνήσει, Οπενχάιμερ. Ασφάλεια. Θα θέλατε να ντυθείτε σιγά σιγά και να με ακολουθήσετε;». Αν και είχε διατυπωθεί ως ερώτηση, ωστόσο ο τόνος ήταν ξεκάθαρος. Ο ομι­ λητής δεν ανεχόταν αντιρρήσεις. Ο Οπενχάιμερ δεν τόλμησε να ανάψει το πορτατίφ. Νιώθοντας να δονείται εσωτερικά, σηκώθηκε και ψάρεψε ταρούχα του από την πλάτη της καρέκλας. Δεν πέρασε καν από τον νου του να ρωτήσει τι γύρευε ένα όργανο της Ασφάλειας * εκεί. Μηχανικά διέσχισε την κουζίνα που μοιράζονταν με τους υπόλοιπους ενοίκους του εβραϊ­ κού σπιτιού. Του προκαλούσε πάντα έκπληξη το πόσο πρόθυμος ήταν να υπακούσει όταν ένιωθε φοβισμένος, όταν ήξερε ότι το πε­ πρωμένο του ήταν σε ξένα χέρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη Λίζα, που θα την άφηνε απροστάτευτη. Ωστόσο, ως επισήμως χαρακτη­ ρισμένηΆρια, ηθέση της δεν θαήτανπολύάσχημηαν τονσκότωναν. Ύστερα από αυτό θα ήταν ελεύθερη και όχι αποκλεισμένη από την κοινότητα, επειδή ήθελε σώνει και καλά να παντρευτεί έναν Εβραίο. Παρά τον έντονα θανάσιμο φόβο του, η σκέψη αυτή του πρόσφερε σχετική παρηγοριά. Στο κλιμακοστάσιο έκαιγε το φως, και ο Οπενχάιμερ είδε τον ξένο πρώτη φορά. Η όψη του τον προσγείωσε ελαφρώς. Φορούσε γυαλιά και ήταν μάλλον κοντός. Ωστόσο, το χέρι του στη φουσκω­ μένη τσέπη τουπαλτού τουμαρτυρούσε την ύπαρξηόπλου. ΟΟπεν­ χάιμερ παραξενεύτηκε που κανένας από τους άλλους ενοίκους δεν είχε ξυπνήσει. Ούτε καν οι Σλέσινγκερ δεν γλιστρούσαν αθόρυβα στους διαδρόμους. Προφανώς, μόνο αυτόν είχαν βάλει στο μάτι. * EinMannvomSD: έναόργανο της ΥπηρεσίαςΑσφάλειας (Sicherheitsdienst). (Σ.τ.Μ.)

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=