Σκοτεινός τόπος

[ 15 ] πλευρά του σπιτιού μου. Nοικιάζω μια μικρή μονοκατοικία από τούβλο, μέρος ενός κυκλικού οικισμού από μικρές μονοκατοικίες που όλες μαζί καταλαμβάνουν την κορυφή ενός ψηλού απότομου γκρεμού πάνω από τις σιταποθήκες του Κάνσας Σίτι. Του Κάνσας Σίτι του Μισούρι, όχι του Κάνσας Σίτι του Κάνσας. Έχει διαφορά. Η γειτονιά μου δεν έχει καν όνομα, τόσο ξεχασμένη είναι. Τη λένε απλώς Εκεί Πέρα Πάνω. Είναι μια περίεργη δευτεροκλασάτη περιοχή, όλο αδιέξοδα δρομάκια και σκατά σκύλων. Τα υπόλοιπα σπίτια κατοικούνται από συνταξιούχους που μένουν εκεί από τη μέρα που χτίστηκε ο οικισμός. Όλα αυτά τα γκρίζα, μαλθακά γερό- ντια στήνονται πίσω από τις σήτες των παραθυριών τους και παρα- κολουθούν τον δρόμο με τις ώρες. Καμιά φορά τους βλέπω να πη- γαίνουν ως τα αυτοκίνητά τους με μικρά, προσεχτικά γέρικα βήμα- τα και τότε αισθάνομαι ένοχη, σαν να πρέπει να τρέξω να τους βοη­ θήσω. Δεν θα το ήθελαν όμως. Δεν είναι τίποτε φιλικά γεροντάκια, είναι σφιχτόκωλοι και κακιασμένοι και δεν τους αρέσει καθόλου να έχουν γειτόνισσα εμένα, την καινούργια . Βουίζει όλη η γειτονιά από την αποδοκιμασία τους. Σαν να μην έφτανε το βουητό της απαξίω- σής τους, έχω και κείνον τον λιγνό, καστανόξανθο σκύλο δυο πόρ- τες παρακάτω, όλη μέρα να γαβγίζει και όλη νύχτα να ουρλιάζει, σαν σταθερή ηχητική υπόκρουση που συνειδητοποιείς ότι σε τρε- λαίνει μόνο όταν σταματήσει για μερικές ευλογημένες στιγμές, για να ξαναρχίσει αμέσως μετά από την αρχή. O μοναδικός χαρούμε- νος ήχος στη γειτονιά, που συνήθως τον ακούω μέσα στον πρωινό ύπνο μου: τα κουκουρίσματα των νηπίων. Ένα μπουλούκι παιδά- κια, όλα στρογγυλοπρόσωπα και ντυμένα σαν κρεμμύδια, πορεύο- νται προς κάποιον παιδικό σταθμό κρυμμένο κάπου βαθύτερα στη μυρμηγκοφωλιά των δρόμων πίσω από το σπίτι μου, κρατώντας το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=