Σκοτεινός τόπος

[ 13 ] χνά, σκέφτομαι στρουμπουλές ζωγραφιστές καρδούλες, με τις φτε- ρούγες τους και με τα όλα τους, να καταφθάνουν πετώντας σε ένα από τα πολλά άθλια σπίτια όπου έζησα παιδί, και εμένα κοριτσάκι στο παράθυρο, να τους κουνάω το χέρι, να αρπάζω στον αέρα τη μια μετά την άλλη τις κόκκινες καρδούλες και να με ραίνουν πράσι- να χαρτονομίσματα, αχ ευχαριστώ, χίλια ευχαριστώ! Όσο ήμουν ακό- μη ανήλικη οι δωρεές πήγαιναν κατευθείαν σε έναν κλειστό τραπε- ζικό λογαριασμό, ο οποίος εκείνη την εποχή γνώριζε μια απότομη αύξηση κάθε τρία με τέσσερα χρόνια, όταν κάποιο περιοδικό ή κα- νάλι μου έκανε αναδρομικό αφιέρωμα. Μια ΚαινούργιαΜέρα για τη ΜικρούλαΛίμπι: ΗΜONΗ ΕΠΙΖHΣΑΣΑ ΑΠOΤΗ ΣΦΑΓΗ ΣΤOΛΙΒAΔΙ ΚΛΕΙNΕΙ 10 ΓΛΥΚOΠΙΚΡΑ ΧΡONΙΑ. (Εγώ, με αχτένιστα κοτσιδάκια, στην κατουρημένη απ’τους ασβούς αυλίτσα έξωαπό το τροχόσπιτο της θείας Nταϊάν. Πίσω μου, ριζωμένες στο κιτρινισμένο γρασίδι, οι χοντρές σαν κούτσουρα γάμπες της Nταϊάν, σπανίως εκτεθειμένες κάτω από τον ποδόγυρο μιας φούστας.) ΤΑ ΔΕΚΑΤΑ ΕΚΤΑ ΓΕNΕ- ΘΛΙΑ ΤΗΣ ΓΕNNΑIΑΣ ΜΙΚΡOYΛΑΣ NΤΕΪ! (Εγώ, ακόμη μικροκαμω- μένη, με το πρόσωπό μου να φωτίζεται από κεράκια γενεθλίων και ένα πουκάμισο πολύ στενό στο στήθος μου, εκείνη τη χρονιά άλλα- ξα νούμερο σουτιέν, ήμουν σαν καρτούν με το λιγνό κορμί και το μεγάλο στήθος μου, φάνταζε γελοίο, χυδαίο.) Την είχα βγάλει πάνω από δέκα χρόνια μ’ αυτά τα λεφτά, αλλά τώρα κόντευαν να τελειώσουν. Είχα μια συνάντηση εκείνο το από- γευμα προκειμένου να εντοπίσουμε το πώς ακριβώς είχαν λιγοστέ- ψει. Μια φορά τον χρόνο, ο άνθρωπος που διαχειριζόταν τα χρήμα- τά μου, ένας νηφάλιος, ροδομάγουλος τραπεζίτης ονόματι Τζιμ Τζέφρις, επέμενε να με βγάζει για φαγητό – «τσεκάπ» το αποκαλού- σε. Το γεύμα ήταν της τάξεως των 20 δολαρίων και συζητούσαμε για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=