Σκοτεινός τόπος

[ 12 ] Ήταν μίζερος υγρός Μάρτης, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω, το χόμπι μου. Αγαπημένη μου απο- γευματινή ονειροπόληση: ένα πιστόλι, το στόμα μου, ένα μπαμ , το κεφάλι μου να τινάζεται μία φορά, άλλη μία, αίμα στον τοίχο. Πιτσι- λιές αίμα, σιντριβάνι αίμα. «Θα προτιμούσε ταφή ή καύση;» θα ρω- τούσαν διάφοροι. «Ποιον πρέπει να ειδοποιήσουμε για την κη- δεία;» Κανένας δεν θα ήξερε να πει. Oι διάφοροι, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, θα κοίταζαν ο ένας τα παπούτσια του άλλου ή τους ώμους, μέχρι που θα έπεφτε απόλυτη σιωπή και τότε κάποιος θα έβαζε να φτιάξει καφέ, με απότομες κινήσεις και πολύ σαματά. O καφές ται- ριάζει τέλεια με τον αιφνίδιο θάνατο. Έσπρωξα το ένα μου πόδι έξω από τα σκεπάσματα, αλλά δεν κατάφερα να πάρω την απόφαση να το συνδέσω με το πάτωμα. Έχω κατάθλιψη, υποθέτω. Πρέπει να έχω κατάθλιψη εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια. Αισθάνομαι πού και πού μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου κάπου εκεί μέσα –κάπου στα ενδότερα του υπανα- πτυγμένου, μικροσκοπικού κορμιού μου, κρυμμένη πίσω από κα- νένα νεφρό ή ενσωματωμένη στη σπλήνα–, μια Λίμπι που μου λέει να σηκωθώ να κάνω κάτι, να μεγαλώσω, να συνεχίσω τη ζωή μου. Αλλά συνήθως νικάει η κακία μου. Όταν ήμουν εφτά χρονών, ο αδερφός μου μακέλεψε την οικογένειά μου. Τη μάνα μου και τις δύο αδερφές μου. Τις ξέκανε: μπαμ-μπαμ, γκαπ-γκαπ, γκλουπ- γκλουπ. Ειλικρινά, δεν είχα τίποτα να κάνω μετά απ’ αυτό, κανένας δεν περίμενε τίποτε από μένα. Ήρθαν στην κατοχή μου 321.374 δολάρια όταν έγινα 18 ετών, προσφορά όλων εκείνων των καλών ανθρώπων που είχαν διαβάσει τη θλιβερή ιστορία μου, των αγαθοεργών που η καρδιά τους ήταν πάντα κοντά μου . Όποτε ακούω αυτή τη φράση, που την ακούω συ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=