Σκοτεινός τόπος

[ 11 ] Λίμπι Ντέι ΤΩΡΑ E γώ την κακία την έχω μέσα μου, υπάρχει, το νιώθω. Ξεκοίλιασέ με και δεν αποκλείεται να γλιστρήσει έξωσαν ζωντανό όργανο, σαρ- κώδες και μαυριδερό, να πέσει χάμω να το πατήσεις, να το λιώσεις. Κάτι έχει το αίμα των Nτέι. Κάτι δεν πάει καλά. Ποτέ δεν υπήρξα καλό κοριτσάκι και χειροτέρεψα μετά τους φόνους. Η Λίμπι, το Μικρό Oρφανό, μεγάλωσε άβουληκαι μονίμως σκυθρωπή, μπαλάκι ανάμε- σα σε μακρινούς συγγενείς –δεύτερα ξαδέρφια, θείες και φίλους φί- λων–, εγκλωβισμένη σε τροχόσπιτα ή άθλια αγροτόσπιτα διάσπαρ- τα σε όλο το Κάνσας. Nα πηγαίνω σχολείο με τα αποφόρια της πεθα- μένης αδερφής μου: μπλουζάκια με κιτρινισμένες μασχάλες. Παντε- λόνια που σούφρωναν στον ποπό, κωμικά φαρδιά, πιασμένα με μια ξεφτισμένη ζώνη, κουμπωμένη στην τελευταία τρύπα. Στις σχολικές φωτογραφίες τα μαλλιά μου ήταν μονίμως αχτένιστα –πιαστράκια να κρέμονται από τσουλούφια σαν να είχαν πέσει από τον ουρανό και να είχαν σκαλώσει στις τζίβες– τα μάτια μου μονίμως πρησμένα από κάτω, μάτια αλκοολικής χωριάτισσας. Άντε ίσως κι ένα ζορισμέ- νο ανασήκωμα των χειλιών αντί για χαμόγελο. Ίσως. Δεν ήμουν αγαπητό παιδάκι και μεγαλώνοντας έγινα ένα ενήλι- κο άτομο εντελώς ανάξιο να αγαπηθεί. Αν ζωγραφίσεις την ψυχή μου, θα είναι μια καλικατζούρα με σκυλόδοντα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=