Σκοτεινός τόπος

[ 22 ] αίσθηση ότι, αν ήθελα κάτι πάρα πολύ, θα συνέβαινε. Έπρεπε να συμβεί. «Καταλαβαίνω» είπε οΤζιμΤζέφρις μην έχοντας τίποτε παραπά- νω να πει για το θέμα ύστερα από έξι χρόνια. Με παρακολούθησε αμίλητος να πίνω το κρασί μου. «Από μια άποψη, Λίμπι, αυτό σε βάζει σε μια αληθινά ενδιαφέρουσα νέα φάση της ζωής σου. Εν- νοώ, τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Ήξερα πως αυτό υποτίθεται ότι ήταν χαριτωμένο αστειάκι, αλ- λά εμένα με εξόργισε. Δεν ήθελα να γίνω τίποτε, γαμώτο, αυτό ήταν το ζήτημα. «Δηλαδή δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα;» O Τζιμ Τζέφρις κούνησε λυπημένα το κεφάλι του και άρχισε να αλατίζει το σχεδόν ωμό φιλέτο που του είχαν μόλις σερβίρει. Το αίμα λίμναζε λαμπερό γύρω από το κρέας. «Τίποτεκαινούργιεςδωρεές–τώραπουπλησιάζει η25ηεπέτειος;» Ένιωσα άλλο ένα κύμα θυμού εναντίον του που με ανάγκαζε να λέω τέτοια πράγματα. OΜπεν είχε αρχίσει το φονικό του ξεφάντω- μα κατά τις 2 π.μ. της 3ης Ιανουαρίου του 1985: η χρονική σφραγί- δα της σφαγής της οικογένειάς μου κι εγώ την περίμενα πώς και πώς. Ποιος άνθρωπος με τα σωστά του λέει τέτοια πράγματα; Γιατί να μην έχουν μείνει έστω και 5.000 δολάρια; O Τζιμ Τζέφρις κούνησε πάλι αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν υπάρχουν άλλα χρήματα, Λίμπι. Είσαι πόσο, τριάντα χρονών; Oλό- κληρη γυναίκα. Oι άνθρωποι συνέχισαν τη ζωή τους. Θέλουν να βοηθήσουν κι άλλα κοριτσάκια, όχι…» «Όχι εμένα». «Δυστυχώς, ναι». «Ώστε οι άνθρωποι συνέχισαν τη ζωή τους, ε; Σοβαρά;» Ένιωσα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=