Σκοτεινός τόπος

[ 19 ] λαξία από θρυμματισμένα γυαλιά. Κανείς δεν μου επιτέθηκε. Στο κά- τω κάτω, ήταν μόλις περασμένες πέντε. O Τζιμ Τζέφρις ήταν απ’ αυ- τούς που τρώνε και κοιμούνται με τις κότες, και μπράβο του γι’αυτό. Καθόταν στο μπαρ ρουφώντας έναν χυμό όταν μπήκα και το πρώτοπράγμαπου έκανε, όπως τοπερίμενα, ήταν ναβγάλει από την τσέπη του το κινητό του και να το κοιτάξει σαν να τον είχε προδώσει. «Μου τηλεφώνησες;» ρώτησε συνοφρυωμένος. «Όχι, το ξέχασα» είπα ψέματα. Χαμογέλασε τότε. «Μάλιστα, τέλος πάντων. Τέλος πάντων, χαίρο- μαι που ήρθες, καλή μου. Είσαι έτοιμη για την κουβεντούλα μας;» Πέταξε δύο χαρτονομίσματα πάνω στο μπαρ και μας οδήγησε σε έναν καναπέ που ξερνούσε κίτρινα αφρολέξ από τις ραφές της κόκκινης δερμάτινης ταπετσαρίας του. Τα σκασίματα στο δέρμα έγδαραν το πίσω μέρος των ποδιών μου καθώς γλιστρούσα για να καθίσω. Από τα μαξιλάρια βγήκε ένας βαθύς στεναγμός σαν ρέψι- μο με μπόχα τσιγαρίλας. OΤζιμΤζέφρις δεν έπινε ποτέ αλκοόλ μπροστά μου, ούτε με είχε ρωτήσει ποτέ αν ήθελα ένα ποτό, αλλά, όταν ήρθε το γκαρσόνι και ζήτησα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, τον είδα να προσπαθεί να μη δείξει ξαφνιασμένος ή απογοητευμένος ή οτιδήποτε άλλο εκτός από Τζιμ Τζέφρις. «Τι κόκκινο;» ρώτησε ο σερβιτόρος κι εγώ δεν εί- χα ιδέα, ειλικρινά – ποτέ δεν κατάφερα να θυμηθώ τις ονομασίες των κόκκινων κρασιών ή των λευκών κρασιών ή ποιο κομμάτι της ονομασίας πρέπει να λέει κανείς όταν παραγγέλνει κρασί, οπότε είπα απλώς: «Του καταστήματος». O Τζέφρις παρήγγειλε φιλέτο, εγώ γεμιστή ψητή πατάτα. O σερβιτόρος έφυγε, και ο Τζιμ Τζέφρις άφησε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό και είπε: «Λοιπόν, Λίμπι, μπαίνουμε σε ένα καινούργιο και εντελώς διαφορετικό στάδιο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=