Σκοτεινός λαβύρινθος
Γ Ρ Η Γ Ο Ρ Η Σ Α Ζ Α Ρ Ι Α Δ Η Σ 16 Βγάζει δυο νάιλον σακούλες. Καλύπτει τα παπούτσια του. Πλησιάζει όσο πιο κοντά μπορεί, χωρίς να διακινδυνεύσει να αφήσει κάποιο ίχνος. Βεβαιώνεται ότι κανείς από τους τέσσερις δεν διατηρεί την παραμικρή ελπίδα να παραμείνει στο Βασίλειο των Ζωντανών. Μαζεύει τα δύο ματωμένα κινητά, πάνω από το τραπέζι. Τα χώνει στις τσέπες της καμπαρντίνας. Στρέφεται στον συνεργάτη του. «Πρόσεξε... Μην αγγίξεις τίποτε». Σηκώνει το κινητό του. Απαθανατίζει τα νεκρά κορμιά με την κάμερα. Κατευθύνεται προς το πέτρινο σπίτι. Ξαφνικά ακούει μια φοβισμένη παιδική φωνή. «Μαμά, μαμά. Πού είσαι;» Ένα πεντάχρονο αγοράκι εμφανίζεται τρέχοντας από την πόρτα του σπιτιού. Κάνει δυο βήματα. Πετρώνει σαν άγαλμα, αντικρίζοντας τα σώματα των δικών του να επιπλέουν στην πορφυρή λίμνη. Ο ψηλός μεταφέρει το Scorpion στο αριστερό χέρι. Στο δεξί του εμφανίζεται μαγικά μια Beretta 92 S. Κάνει δυο βήματα προς το μέρος του μικρού. Αγνοεί τον τρόμο στο βλέμμα του. Αδειάζει τέσσερις βολίδες στο κορμί του. Το παιδί σωριάζεται στο χώμα. Ακαριαία. Μια μικρή λίμνη αίματος αρ χίζει να απλώνεται αργά γύρω του. «Δεν γίνεται να αφήσουμε κανέναν μάρτυρα» σχολιάζει ανέκφραστος προς τον σύντροφό του. Του κάνει νόημα να πε ριμένει. Δρασκελίζει την πόρτα. Μπαίνει στο σπίτι. Ψάχνει τις κρεβατοκάμαρες. Περνάνε δύο λεπτά. Ξαναβγαίνει στην αυλή. Ρίχνει μια τελευταία εξεταστική ματιά, σαρώνοντας τον χώρο. Παντού γύρω αίμα και νεκρική σιωπή. «Πάμε».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=