Σκοτεινός λαβύρινθος
Γ Ρ Η Γ Ο Ρ Η Σ Α Ζ Α Ρ Ι Α Δ Η Σ 12 λόφο, που υψώνεται προστατευτικά στο πίσω μέρος του αγρο κτήματος. Τα φύλλα των ψηλόκορμων δέντρων, που δημιουργούν ένα φυσικό τείχος στα σύνορα της αυλής με τον χαλικόστρωτο δρόμο, θροΐζουν αναριγώντας. Μικρά σμήνη πουλιών πετούν χαμηλά πάνω από το διώροφο πέτρινο σπίτι. Στο πρώτο φως της μέρας, όλα τα σκοτεινά αντικείμενα του τοπίου αρχίζουν να παίρνουν συγκεκριμένο σχήμα. Στον ουρανό μια αγέλη από λευκά σύννεφα τρέχει δαιμονισμένα, σαν μια ατίθαση τρελοπα ρέα από λευκοντυμένα παιδάκια, που προσπαθούν απεγνωσμέ να να προλάβουν το σχολικό λεωφορείο, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν ποτέ. Είναι ένα συμπαθητικό φθινοπωριάτικο πρωινό. Στο μακρύ μοναστηριακό τραπέζι, στη δεξιά πλευρά, κάθε ται ένας αδύνατος άντρας γύρω στα εξήντα. Έχει τη μεγαλο πρέπεια αγάλματος των τελευταίων ρωμαϊκών χρόνων, στο οποίο ο γλύπτης δεν πρόλαβε να προσθέσει σάρκα και καμπύ λες. Δίπλα του, μια ωραία, ψηλή γυναίκα, πέντε με έξι χρόνια νεότερη, με μαύρα μαλλιά πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοου ρά, σκουροκάστανα μάτια, μεγάλη μύτη και μεγάλο στόμα. Στα αριστερά, ένα νεαρό ζευγάρι. Ένας γεροδεμένος τριανταπεντά ρης με κοντοκουρεμένο μαλλί κι ένα μικρό οροπέδιο στο κέντρο του κρανίου, προεξέχοντα ζυγωματικά και γένια τριών ημερών. Φλυαρεί χαμηλόφωνα με τη συνομήλικη γυναίκα με τα πράσινα μάτια και τη μακριά ξανθή κοτσίδα, στο πλάι του. Τα δυο ζευγάρια απολαμβάνουν ένα πλούσιο πρωινό. Καφές, ζυμωτό ψωμί, μαρμελάδα, μέλι και τυρί. Στο κέντρο, ένα μεγά λο τηγάνι με μια λαχταριστή ομελέτα με ντομάτες, φέτα, μπέι κον, κρεμμύδια και πιπεριές. Ο μεσήλικας χαμογελάει περιπαι κτικά. «Σου ’βαλε τα γυαλιά η νύφη σου». «Τι εννοείς;» ρωτάει η γυναίκα δίπλα του. «Εννοώ ότι η ομελέτα της δεν παίζεται. Αλήθεια, Στέλλα, πού τη βρήκες τη συνταγή;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=