Σκοτεινός κήπος
15 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ «Πράγματι. Μόλις το είπα άλλωστε. Στο κάτω κάτω, δικιά μου κοπέλα είναι, ξέρω ότι είναι τέλεια. Είναι όντως τέλεια». «Έχεις πάρει κάτι;» ρώτησε ο Ντεκ. «Με φτιάχνει η παρέα σου. Εσύ, φίλε μου, είσαι το ανθρώπι νο ισοδύναμο της πιο ανόθευτης, της πιο λευκής κολομβιανής…» «Σίγουρα έχεις πάρει κάτι. Και δεν το μοιράστηκες καν μαζί μας, μπάσταρδε». «Είμαι καθαρός σαν ποπουδάκι μωρού, κουφιοκέφαλε ζή τουλα». «Τότε, γιατί γλυκοκοιτάζεις την κοπελιά;» «Είναι όμορφη. Ένας άντρας μπορεί να εκτιμήσει την ομορ φιά χωρίς…» «Πολύς καφές. Πιες λίγο περισσότερο απ’ αυτό, και θα ’ρθεις στα ίσα σου» με συμβούλευσε ο Σον δείχνοντας την μπίρα μου. «Ό,τι θέλεις, σου χαλάω εγώ χατίρι;» είπα και στράγγιξα ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι μου. «Ααααχ!» «Είναι πανέμορφη» παρατήρησε ο Ντεκ κοιτάζοντας τη μελαχρινή μελαγχολικά. «Τι κρίμα!» «Εμπρός λοιπόν, όρμα» τον παρότρυνα. Όχι ότι θα το έκα νε, ποτέ δεν έκανε κάποια κίνηση. «Ναι, καλά». «Πήγαινε, ντε! Όσο κοιτάζει». «Μα δεν κοιτάζει εμένα. Εσένα κοιτάζει. Όπως πάντα». Ο Ντεκ ήταν γεροδεμένος, όχι ιδιαίτερα ψηλός, και τετρά γωνος, με γυαλιά και μια αφάνα από ατίθασα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν άσχημος, όμως κάπου στην πορεία είχε πείσει τον εαυτό του γι’ αυτό, με τις αναμενόμενες συνέπειες. «Έι!» έκανε ο Σον με δήθεν πληγωμένο ύφος. «Γιατί όχι εμένα; Μόνο οι καρακάξες με κοιτάζουν εμένα δηλαδή;» «Ναι, μάλλον. Και αναρωτιούνται αν είσαι τυφλός ή αν φοράς αυτό το πουκάμισο επειδή έχασες κάποιο στοίχημα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=