Σκοτεινός κήπος

14 T A N A F R E N C H μιλάει πολύ γρήγορα και να σηκώνει το ποτήρι με την μπίρα κάθε τόσο με μια ρευστή θεατρική κίνηση. Μια εξαιρετικά όμορφη μελαχρινή στο διπλανό τραπέζι κοιτούσε προς το μέρος μου και μου χαμογελούσε φευγαλέα όταν τύχαινε το βλέμμα μου να πέσει πάνω της. Όχι ότι θα έκανα κάτι –είχα μια κα­ ταπληκτική κοπέλα και δεν σκόπευα να την απατήσω–, όμως ήταν διασκεδαστικό να ξέρω ότι είχα πέραση. «Σε γουστάρει» μου είπε ο Ντέκλαν με ένα διακριτικό νεύμα προς τη μελαχρινή, που εκείνη τη στιγμή έγερνε πίσω το κεφάλι γελώντας επιδεικτικά με το αστείο της φίλης της. «Έχει γούστο η κοπέλα». «Πώς είναι η Μελίσα;» ρώτησε ο Σον, πράγμα που βρήκα εντελώς περιττό. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η Μελίσα, η μελα­ χρινή δεν ήταν ο τύπος μου. Δραματικές καμπύλες που με το ζόρι τις κάλυπτε το παλιομοδίτικο στενό κόκκινο φόρεμά της, ο τύπος τής μοιραίας γυναίκας που θα ένιωθε καλύτερα σε ένα μπιστρό γεμάτο καπνούς από Gauloise, παρακολουθώντας κάμποσους νεαρούς να μαχαιρώνονται στην ποδιά της. «Τέλεια» είπα, πράγμα που ήταν αλήθεια. «Όπως πάντα». Η Μελίσα ήταν το ακριβώς αντίθετο της μελαχρινής: μι­ κροκαμωμένη, με γλυκό πρόσωπο, κυματιστά ξανθά μαλλιά και φακίδες, με μια φυσική ροπή προς όλα εκείνα που έκαναν ευτυχισμένη την ίδια και τους γύρω της: τα φωτεινά λουλου­ δάτα φορέματα από απαλό βαμβάκι, τα πικνίκ με υφασμά­ τινες πετσέτες και περίεργα τυριά, το να ζυμώνει το δικό της ψωμί, το να χορεύει με όποια μελωδία τύχαινε να παίζει το ραδιόφωνο. Είχα μέρες να τη δω, και η σκέψη της μ’ έκανε να τα νοσταλγήσω όλα: το γέλιο της, τη μύτη της στην καμπύ­ λη του λαιμού μου, τη γλυκιά σαν αγιόκλημα μυρωδιά των μαλλιών της. « Είναι τέλεια» μου είπε ο Σον με κάπως υπερβολική έμ­ φαση.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=