Σκοτεινός κήπος

57 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ Προσπάθησα να συρθώ μακριά έρποντας, με τα δάχτυλά μου να επιχειρούν ν’ αδράξουν χωρίς αποτέλεσμα. Μια κλοτσιά στον πισινό μου έκανε το κεφάλι μου να χωθεί πιο βαθιά στη μοκέτα, κι ύστερα κι άλλη, κι άλλη. Αντήχησε το γέλιο ενός άντρα, διαπεραστικό και πυρετώδες και θριαμβευτικό. Και από κάπου: …κανείς άλλος; Μπα, αλλιώς… Ρίξε μια ματιά… φιλενάδα… Και πάλι το γέλιο, εκείνο το γέλιο, με ανανεωμένο ενθου­ σιασμό. Ναι, μεγάλε, ναι. Δεν μπορούσα να θυμηθώ αν η Μελίσα βρισκόταν εκεί ή όχι. Με ένα νέο κύμα τρόμου να με κατακλύζει, προσπάθησα να σηκωθώ, όμως ήταν αδύνατον. Τα μπράτσα μου ήταν αδύναμα σαν λάστιχα, κάθε μου ανάσα ένας τραχύς ρόγχος μέσα από μια παχιά στρώση αίματος, μύξας και ινών από τη μοκέτα. Οι κλοτσιές είχαν σταματήσει. Η απέραντη ανακούφιση που ένιω­ σα στράγγιξε και τις τελευταίες μου δυνάμεις. Συρσίματα, μουγκρητά προσπάθειας. Το κηροπήγιο είχε κυλήσει κάτω από μια αναποδογυρισμένη καρέκλα. Δεν μπο­ ρούσα καν να διανοηθώ πως θα μπορούσα να το πιάσω, αλλά τουλάχιστον η θέα του έκανε ένα κομμάτι του παζλ να έρθει και να κουμπώσει στο μπερδεμένο μου μυαλό: Καληνυχτούδια. Όνειρα γλυκά. Η Μελίσα, δόξα τω Θεώ, βρισκόταν ασφαλής στο σπίτι της. Φως μπηγόταν σαν στιλέτο στις κόρες των ματιών μου. Πάταγος από πράγματα που έπεφταν και έσπαγαν, ξανά και ξανά. Το γεωμετρικό πράσινο μοτίβο στις κουρτίνες εκτει­ νόταν προς τα πάνω υπό μια γωνία αλλόκοτη, θάμπωνε και καθάριζε ξανά και ξανά. Αυτό ήταν … …δεν έχει τίποτα;… …γάμησέ το, πάμε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=