Σκοτεινός κήπος

56 T A N A F R E N C H μας και αρπαχτήκαμε ο ένας από τον άλλον για να μην πέσου­ με. Βρομοκοπούσε, σωματική μυρωδιά και κάτι περίεργο σαν ξινισμένο γάλα. Ακόμη μου ’ρχεται μερικές φορές αυτή η μυ­ ρωδιά εκεί που στέκομαι σε κάποιο μαγαζί, κάνοντάς με ν’ αναγουλιάσω προτού καταλάβω γιατί. Ήταν πιο δυνατός απ’ ό,τι περίμενα, όλο νεύρα και τένοντες, ακινητοποίησε το χέρι μου που κρατούσε το κηροπήγιο και μου ήταν αδύνατον να το κουνήσω. Άρχισα να του ρίχνω κοφτές νευρικές μπουνιές στο στομάχι, όμως δεν είχα αρκετό χώρο για να βάλω δύναμη, παραήμασταν κοντά και παραπατούσαμε. Ο αντίχειράς του χώθηκε στο μάτι μου, κάνοντάς με να ουρλιάξω, και τότε κάτι με χτύπησε στο σαγόνι, θραύσματα εκτυφλωτικού γαλάζιου φωτός σκορπίστηκαν παντού και βρέθηκα να πέφτω. Προσγειώθηκα με την πλάτη στο πάτωμα. Τα μάτια και η μύτη μου έτρεχαν, το στόμα μου ήταν γεμάτο αίμα –έφτυσα μια ματωμένη ροχάλα– και η γλώσσα μου είχε πάρει φωτιά. Κάποιος φώναζε: Γαμημένο μουνόπανο . Στηρίχτηκα στους αγκώνες μου και ώθησα με τα πόδια το σώμα μου προς τα πίσω, μακριά τους, Νομίζεις ότι είσαι κάποιος, καριόλη, κι ύστερα προσπάθησα να σηκωθώ κρατημένος από το μπράτσο του καναπέ και… Κάποιος με κλοτσούσε στο στομάχι: Θα σε λιανίσω… Κα­ τάφερα να κυλιστώ μακριά, με το στομάχι μου να συσπάται χωρίς να μπορώ να βγάλω τίποτα παρά μόνο ξερά ρεψίματα, οι κλοτσιές όμως συνεχίστηκαν, στα πλευρά μου τώρα, συμπα­ γείς και συστηματικές. Δεν ένιωθα πόνο, όχι ακριβώς, όμως υπήρχε κάτι άλλο, κάτι χειρότερο, μια απαίσια δυσάρεστη αίσθηση πως κάτι πήγαινε λάθος. Δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Συνειδητοποίησα, με μια φριχτή, αποστασιοποιημένη καθαρό­ τητα, ότι ίσως πέθαινα, ότι έπρεπε να σταματήσουν τώρα, αλλιώς θα ήταν πολύ αργά, όμως δεν είχα ανάσα για να τους πω αυτό το αβάσταχτα σημαντικό πράγμα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=