Σκοτεινός κήπος

54 T A N A F R E N C H ρος άντρας με ράστα και σανίδα του σερφ γελούσε και αρνιό­ ταν να μου πει κάτι που ήταν ανάγκη να μάθω) ή όχι. Το δω­ μάτιο ήταν σκοτεινό, μόνο ένα αμυδρό φέγγος από τα φώτα του δρόμου διαπερνούσε τις κουρτίνες. Έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος, με τα ξέφτια του ονείρου να τυλίγουν ακόμη το μυα­ λό μου, και αφουγκράστηκα. Τίποτα. Κι ύστερα ένα συρτάρι ν’ ανοίγει ή να κλείνει από την άλλη πλευρά του τοίχου, στο σαλόνι μου. Ένας υπόκωφος γδούπος. Το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό ήταν τα παιδιά, ο Ντεκ να μπαίνει κρυφά για να πάρει εκδίκηση για την όλη πλάκα με την εμφύτευση μαλλιών – μια φορά στο πανεπιστήμιο ο Σον κι εγώ τον είχαμε ξυπνήσει μόνο και μόνο για ν’ αντικρίσει τους γυμνούς μας κώλους κολλημένους στο τζάμι του υπνοδωματίου του. Ο Ντεκ όμως δεν είχε κλειδιά. Οι γονείς μου είχαν αντικλείδι, ίσως ήθελαν να μου κάνουν έκπληξη, αλλά θα περίμεναν μέχρι το πρωί. Μήπως η Μελίσα; Άραγε ανυπομονούσε να με δει; Όμως δεν της άρεσε να κυ­ κλοφορεί μόνη της έξω τη νύχτα. Ωστόσο κάποιο ζωώδες κομ­ μάτι του εαυτού μου ήξερε. Ανακάθισα σαν αστραπή, με την καρδιά μου να χτυπάει δυσοίωνα μ’ έναν αδυσώπητο ρυθμό. Ένας κοφτός ψίθυρος ακούστηκε από το σαλόνι μου κι από τη χαραμάδα της πόρτας του υπνοδωματίου μου πέρασε φευ­ γαλέα μια δεσμίδα φωτός. Στο κομοδίνο μου στεκόταν ένα κηροπήγιο που μου είχε φέρει η Μελίσα από το μαγαζί λίγους μήνες πριν. Ήταν ένα όμορφο αντικείμενο φτιαγμένο έτσι ώστε να θυμίζει τα σφυρήλατα κι­ γκλιδώματα έξω από τα παλιά δουβλινέζικα σπίτια: σπειροειδής μίσχος σαν φίδι και από την κορυφή να πέφτουν με χάρη κρίνοι, ενώ στη μέση υπήρχε μια μυτερή ακίδα για να στηρίζει το κερί (ένα κομμάτι λιωμένο κερί από μια νύχτα στο κρεβάτι με κρασί και Νίνα Σιμόν). Δεν θυμάμαι να σηκώνομαι, όμως βρέθηκα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=