Σκοτεινός κήπος
52 T A N A F R E N C H λιγότερη, ένα σάντουιτς στο γραφείο καθώς ξανάστηνα το πρό γραμμα της έκθεσης, και θα ήμουν αρκετά νηφάλιος ώστε να εμπιστευτώ τον εαυτό μου να περάσει από το σπίτι της Μελίσα. Έχω σκεφτεί τόσο πολύ πώς θα μπορούσε να ήταν αυτή η νύχτα, που γνωρίζω κάθε της στιγμή. Με βλέπω να την παίρνω στην αγκαλιά μου και να τη στριφογυρίζω με το που ανοίγει την πόρ τα: Συγχαρητήρια! Το ’ξερα ότι θα τα κατάφερνες! Η απαλή της ανάσα, κουκουλωμένοι αγκαλιά στο κρεβάτι, τα μαλλιά της να μου γαργαλάνε το πιγούνι. Τεμπέλικο μπραντς το Σάββατο στο αγαπημένο μας καφέ, περίπατος στο κανάλι για να δούμε τους κύκνους, η Μελίσα να κουνάει πέρα δώθε τα πλεγμένα χέρια μας. Όλα αυτά μου λείπουν με τέτοια επώδυνη ένταση, σαν κάτι πραγματικό, στέρεο και αναντικατάστατο που το φύ λαξα κάπου και δεν θυμάμαι πού, κι αν μόνο ήξερα το κόλπο, θα μπορούσα να το περισώσω και να το κρατήσω ασφαλές. «Δεν έκλεισες». «Ούτε κι εσύ». «Καληνυχτούδια. Όνειρα γλυκά». «Καλό δρόμο. Καληνύχτα». Φιλιά, κι άλλα φιλιά. Η οδός Μπάγκοτ ήταν ήσυχη και σχεδόν έρημη, μακριές σειρές από ογκώδη γεωργιανά σπίτια και εντυπωσιακοί σφυ ρήλατοι φανοστάτες όλο περικοκλάδες. Ρόδες ποδηλάτου, ένα ήσυχο τικ τικ τικ πίσω μου κι ένας ψηλός άντρας με ρεπού μπλικα πέρασε δίπλα μου, καθισμένος στητός με τα μπράτσα του διπλωμένα στο στήθος του. Δύο φιγούρες φιλιόνταν σ’ ένα κατώφλι, ίσια πράσινα μαλλιά με λιλά ανταύγειες. Από κάπου πρέπει ν’ αγόρασα ινδικό, αν και δεν μπορώ να φανταστώ από πού, γιατί ο αέρας γύρω μου είχε έντονη μυρωδιά κόλιαντρου και μάραθου, που έκανε τα σάλια μου να τρέχουν. Ο δρόμος μού φαινόταν ζεστός, παράξενος και πολύ φαρδύς. Ένας ηλι κιωμένος κύριος με γενειάδα και τραγιάσκα μισοχόρευε, σέρ νοντας τα πόδια του και έχοντας τα δάχτυλα τεντωμένα, ανά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=