Σκοτεινός κήπος

51 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ Πριν κλείσουμε ήθελα όσο μεγαλύτερη δόση από Μελίσα γινόταν. «Ποιος αγόρασε την πολυθρόνα;» «Αχ, Τόμπι, μακάρι να τους έβλεπες! Ήταν ένα ζευγάρι γύρω στα σαράντα, σαν μέλη ναυτικού ομίλου – εκείνη φορού­ σε μια απ’ αυτές τις ριγέ ναυτικές μπλούζες. Δεν θα σου περ­ νούσε ποτέ απ’ το μυαλό! Σκέφτηκα ίσως μια κουβέρτα, αν τα χρώματα δεν ήταν πολύ χτυπητά για τα γούστα τους, εκείνοι όμως πήγαν κατευθείαν στην πολυθρόνα. Θα πρέπει να τους θύμισε κάτι. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον και γελούσαν κι ύστερα από κάνα πεντάλεπτο αποφάσισαν ότι δεν τους ένοια­ ζε αν ταίριαζε ή όχι με κάτι άλλο στο σπίτι τους, έπρεπε οπωσδήποτε να την αποκτήσουν. Μου αρέσει όταν οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι». «Αύριο πρέπει να το γιορτάσουμε. Θα φέρω προσέκο». «Ναι! Φέρε αυτό που είχαμε πιει και την προηγούμενη φορά, το…» Ένα χασμουρητό την έπιασε απροετοίμαστη. «Συγ­ γνώμη, δεν φταίει η παρέα σου! Απλώς είμαι…» «Είναι αργά. Δεν έπρεπε να με περιμένεις». «Δεν με πειράζει. Θα πέσω τώρα για ύπνο. Σ’ αγαπώ». «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Καληνύχτα». Μου έστειλε ένα φιλί. «Καληνύχτα». Για κάποιον λόγο, εδώ ήταν το λάθος –στην πραγματικότητα, μετά βίας θα μπορούσες να το πεις λάθος, γιατί τι κακό υπάρχει στο να πιεις μερικές μπίρες με τους κολλητούς σου μια Παρα­ σκευή βράδυ ύστερα από μία βδομάδα γεμάτη άγχος; ή τι κακό υπάρχει στο να θέλεις το κορίτσι που αγαπάς να έχει για σένα την καλύτερη γνώμη;–, αυτή ήταν η επιλογή που κλωθογυρίζω ξανά και ξανά στο μυαλό μου, σκαλίζοντάς τη λες και θα μπο­ ρούσα με κάποιον τρόπο να την ξεριζώσω και να την πετάξω μακριά: ένα λιγότερο σφηνάκι ουίσκι με τα παιδιά, μία μπίρα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=