Σκοτεινός κήπος

50 T A N A F R E N C H «Δεν μπορεί. Πάντα βρίσκεται κάποιος τριγύρω. Απλώς περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να εφορμήσουν. Σαν τα κουνούπια». Γέλασε ξανά, και ο ήχος με γέμισε ζεστασιά. Όχι πως πε­ ρίμενα να κατεβάσει μούτρα, να στραβώσει ή να μου το κλεί­ σει επειδή την είχα παραμελήσει, αλλά αυτή η πηγαία γλύκα της ήταν άλλη μια υπενθύμιση πως ο Ντεκ είχε δίκιο: Ήμουν ένα τυχερό καθοίκι. Θυμάμαι να τον ακούω να λέει ιστορίες για περίπλοκα δράματα με πρώην, για ανθρώπους που κλει­ δώνονται ή κλειδώνουν άλλους μέσα ή έξω από διάφορα απί­ θανα μέρη κλαψουρίζοντας ή/και φωνάζοντας ή/και ικετεύο­ ντας, κι εγώ να συγχαίρω από μέσα μου τον εαυτό μου που τίποτε απ’ αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ποτέ καν από τον νου της Μελίσα. «Να έρθω αύριο, που θα έχω ξαναγίνει άνθρωπος;» «Φυσικά! Αν έχει πάλι καλό καιρό, μπορούμε να φάμε μεσημεριανό στον κήπο και να γλαρώσουμε στον ήλιο και να ροχαλίζουμε παρέα». «Εσύ δεν ροχαλίζεις, κάνεις μόνο μικρούς ευχάριστους γουρ­ γουριστούς ήχους». «Ίου! Πολύ ελκυστικό». «Είναι. Είσαι υπέροχη. Υπέροχη. Δεν ξέρω αν σου το είπα, είσαι υπέροχη!» «Είσαι μεθυσμένος, χαζέ». «Σ’ το είπα». Ο πραγματικός λόγος που δεν ήθελα να πάω στο σπίτι της Μελίσα –στην πραγματικότητα, ήθελα να πάω, απεγνωσμένα, ο λόγος όμως που δεν πήγαινα– ήταν πως ήμουν τόσο μεθυ­ σμένος, ώστε ίσως της έλεγα το σκηνικό με το Λαμόγιο. Δεν ανησυχούσα μη με χωρίσει ή κάτι τόσο ακραίο, όμως θα την ενοχλούσε, κι εγώ πρόσεχα πολύ να μην κάνω κάτι που θα ενοχλούσε τη Μελίσα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=