Σκοτεινός κήπος
49 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ ασάλευτη και δροσερή, με μια γλυκύτητα που υποσχόταν πε ρισσότερη άνοιξη το πρωί. Είχα πιει πολύ, αλλά όχι σε σημείο ώστε να παραπατάω, και το σπίτι μου απείχε λιγότερο από μισή ώρα με τα πόδια. Επίσης, πέθαινα της πείνας. Ήθελα ένα βρόμικο, κάτι πικάντικο και έντονο και τεράστιο. Κούμπωσα το παλτό μου και άρχισα να περπατάω. Στην κορυφή της οδού Γκράφτον ένας ταχυδακτυλουργός με φωτιές είχε συνεπάρει το κοινό του, που χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια, και μεθυσμένοι τύποι φώναζαν ακατάληπτα λόγια για να τον ενθαρρύνουν ή να του αποσπάσουν την προσοχή. Ένας άστεγος ήταν κουλουριασμένος σε κάποιο κατώφλι τυ λιγμένος σ’ έναν μπλε υπνόσακο, αγνοώντας το κρύο και το όλο θέαμα. Τηλεφώνησα στη Μελίσα καθώς περπατούσα. Δεν πήγαινε για ύπνο πριν από το τηλεφώνημά μας για καληνύχτα και δεν ήθελα να την ξενυχτήσω ακόμα περισσότερο, άσε που δεν μπορούσα να περιμένω να φτάσω στο σπίτι. «Μου λείπεις» είπα όταν το σήκωσε. «Είσαι υπέροχη». Γέλασε. «Κι εσύ το ίδιο. Πού βρίσκεσαι;» Ο ήχος της φωνής της μ’ έκανε να πιέσω το κινητό περισ σότερο στ’ αυτί μου. «Στο πάρκο του Αγίου Στεφάνου. Ήμουν στου Χόγκαν με τα παιδιά. Τώρα πάω σπίτι με τα πόδια και σκέφτομαι πόσο υπέροχη είσαι». «Έλα αποδώ, τότε». «Δεν γίνεται. Είμαι μεθυσμένος». «Δεν με νοιάζει». «Όχι. Θα βρομάω αλκοόλ, θα ροχαλίζω μες στ’ αυτί σου και θα με παρατήσεις για κάποιον γαλίφη δισεκατομμυριούχο που θα έχει καφετιέρα με κάψουλες για να καθαρίζει το κεφάλι του όταν επιστρέφει από την παμπ». «Δεν ξέρω κανέναν γαλίφη δισεκατομμυριούχο, ειλικρινά».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=