Σκοτεινός κήπος
48 T A N A F R E N C H Παρ’ όλα αυτά, είχα αλλάξει εντελώς γνώμη σχετικά με το να συνεχίσουμε μετά όλοι μαζί στο σπίτι μου. Όταν ο Ντεκ βρισκόταν σε τέτοια διάθεση, ήταν εντελώς απρόβλεπτος και επιθετικός. Όχι πως είχε τα κότσια να κάνει κάτι πραγματικά καταστροφικό, όμως, όπως και να ’χε, δεν είχα πια όρεξη. Τα πράγματα έδειχναν ακόμη αβέβαια, χαλαρά στις ενώσεις, σαν να μην έπρεπε να τα ζορίσει κανείς πολύ. Ήθελα να γείρω στον καναπέ μου, να καπνίσω το χασίς μου και να λιώσω σε μια λιμνούλα χαράς, όχι να προσέχω τον Ντεκ καθώς θα τριγύριζε στο σαλόνι μου μαζεύοντας αντικείμενα για να στήσει ένα αυτοσχέδιο μπόουλινγκ, προσπαθώντας να μην κοιτάξω τίπο τα εύθραυστο για να μην του βάλω ιδέες. Βαθιά μέσα μου ακόμη του το κρατάω. Στα είκοσι οχτώ είσαι πια αρκετά με γάλος για να έχεις ξεπεράσει τέτοιου είδους χαζομάρες, κι αν ο Ντεκ το είχε καταφέρει αυτό, εκείνος κι ο Σον θα είχαν έρθει στο σπίτι μαζί μου και… και… και… Ύστερα απ’ αυτό τα πράγματα γίνονται και πάλι συγκεχυ μένα. Το επόμενο που θυμάμαι με κάποια διαύγεια είναι να χαιρετιόμαστε έξω από την παμπ την ώρα που έκλεινε – χα λαρά μπουλούκια ανθρώπων να συζητάνε πώς θα συνέχιζαν το βράδυ τους, κεφάλια να γέρνουν πάνω από αναπτήρες, κορίτσια να παραπαίουν στα τακούνια τους, αναμμένα κίτρι να καπέλα ταξί να περνούν από δίπλα. Ο Ντεκ μου έλεγε με υπερεστιασμένη μεθυσμένη ειλικρίνεια: «Άκου. Όχι, άκου. Πέρα από τ’ αστεία. Χαίρομαι πολύ που όλα σού πήγαν καλά. Αλήθεια. Είσαι καλός άνθρωπος. Τόμπι, σοβαρολογώ. Χαίρομαι πάρα πολύ που…». Θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι επ’ άπειρον, αλλά ο Σον σταμάτησε ένα ταξί και τον έσπρωξε μέσα με την παλάμη ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, ύστερα μου έγνεψε με το κεφάλι και έφυγε περπατώντας αργά προς την Πορτομπέλο και την Όντρεϊ. Θα μπορούσα να έχω πάρει ταξί, όμως ήταν ωραία βραδιά,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=