Σκοτεινός κήπος

47 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ ρωσε το παιδί με την υποτροφία. Όχι, θα μ’ ακούσεις, προσπα­ θώ κάτι να πω εδώ» είπε όταν σωριάστηκα πίσω στη θέση μου με τα μάτια στο ταβάνι. «Δεν λέω ότι ο διευθυντής το έκανε από κακία. Εγώ μπήκα στο γραφείο τρέμοντας ότι θα μ’ έδιωχνε και θα κατέληγα σε κάποιο δημόσιο σχολείο του κώλου. Εσύ μπήκες μέσα ξέροντας ότι, και να σε απέβαλλαν, η μανούλα κι ο πατε­ ρούλης θα μπορούσαν να σου βρουν ένα εξίσου θαυμάσιο σχο­ λείο. Εκεί είναι η διαφορά». Είχε αρχίσει ν’ ανεβάζει τους τόνους. Η μελαχρινή είχε χάσει το ενδιαφέρον της για μένα – πολλή ένταση γύρω μου, πολλή βαβούρα, και συμφωνούσα απολύτως μαζί της. «Οπότε» κατέληξε ο Ντεκ «τι είσαι;». «Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς πλέον». «Τελειώνετε επιτέλους, άιντε» έκανε ο Σον χωρίς να σηκώ­ σει το βλέμμα από το τηλέφωνό του. «Για όνομα!» «Είσαι ένα τυχερό καθοίκι. Ορίστε. Έτσι απλά, αυτό. Ένα τυχερό καθοίκι» είπε ο Ντεκ. Έψαχνα να του απαντήσω κάτι έξυπνο, όταν εντελώς ξαφ­ νικά με κατέκλυσε, ζεστό, παρηγορητικό και ακαταμάχητο σαν θερμό ρεύμα: Είχε απόλυτο δίκιο, έλεγε την αλήθεια, και δεν ήταν κάτι το οποίο θα έπρεπε να μ’ ενοχλεί, αλλά να με κάνει χαρούμενο. Πήρα την πιο βαθιά ανάσα εδώ και μέρες, κι όταν άφησα τον αέρα να βγει, ακούστηκε σαν γέλιο. «Όντως είμαι. Ακριβώς αυτό. Ένας τυχερός μπάσταρδος». Ο Ντεκ με κοιτούσε, είχε κι άλλα να πει, αλλά δεν ήξερε πού να το πάει. «Αμήν» είπε ο Σον, αφήνοντας κάτω το τηλέφωνό του. Ύψωσε το ποτήρι του και τσούγκρισε με τον Ντεκ: «Στα τυχε­ ρά καθοίκια και στα απλώς καθοίκια». Άρχισα να γελάω ξανά και τσούγκρισα κι εγώ το ποτήρι μου με το δικό του. Ύστερα από λίγο έκανε και ο Ντεκ το ίδιο, γελώντας πιο δυνατά απ’ όλους. Έτσι, πιάσαμε πάλι να συζη­ τάμε πού θα πηγαίναμε διακοπές.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=