Σκοτεινός κήπος

46 T A N A F R E N C H «Ήμουν μια χαρά διότι πήγα εκεί και απολογήθηκα και του είπα πώς μπορώ να το διορθώσω. Κι επειδή είμαι καλός στη δουλειά μου, δεν θέλει να με χάσει». «Όπως ακριβώς και στο σχολείο». Ο Ντεκ είχε στ’ αλήθεια παθιαστεί τώρα. Είχε γείρει πάνω από το τραπέζι προς το μέρος μου, με την μπίρα του ξεχασμένη. Ο Σον είχε βγάλει το τηλέφωνό του και χάζευε τους τίτλους των ειδήσεων. «Όπως τότε που είχαμε κλέψει το περουκίνι του κυρίου ΜακΜάνους. Και οι δύο. Και μας πήραν πρέφα και τους δύο. Και μας πήγαν στη διεύθυνση και τους δύο. Έτσι δεν είναι; Και τελικά τι έγινε;» Γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Θυμάμαι να γέρνω πάνω από την κουπαστή της σκάλας για να ψαρέψω το περουκίνι, το πανικόβλητο παραμιλητό του ΜακΜάνους από κάτω να σβήνει καθώς φεύγαμε τρέχοντας σκασμένοι στα γέλια, με το περουκίνι να κρέμεται από το καλάμι ψαρέματος του πατέρα μου, όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ τι έγινε μετά. «Ούτε που θυμάσαι». «Δεν μ’ ενδιαφέρει ». «Πήρα αποβολή . Τρεις μέρες. Εσύ έκατσες τιμωρία. Μία μέρα». «Σοβαρά μιλάς;» Του έριξα ένα δύσπιστο βλέμμα. Είχα αρχίσει να κουράζομαι με όλο αυτό. Το γυαλιστερό ιλαρό μπαλόνι ανακούφισης είχε αρχίσει να χάνει αέρα, κι ένιωθα ότι είχα το δικαίωμα να κρατηθώ απ’ αυτό τουλάχιστον για ένα βράδυ ύστερα από τη βδομάδα που είχα περάσει. «Αυτό συνέβη τουλάχιστον δεκατέσσερα χρόνια πριν. Είσαι ακόμη τσατισμένος;» Ο Ντεκ μού κουνούσε το δάχτυλο ανεβοκατεβάζοντας ταυ­ τόχρονα το κεφάλι του. «Χάνεις την ουσία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι εσύ τη γλίτωσες απλώς μ’ ένα χτυπηματάκι στον καρπό, ενώ την πλή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=