Σκοτεινός κήπος

45 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ «Θα σε είχαν πιάσει από τ’ αυτί και θα σε είχαν πετάξει έξω». «Ακριβώς, και τώρα θα τηλεφωνούσα στη μάνα μου να τη ρωτήσω αν θα μπορούσα να μετακομίσω εκεί ώσπου να βρω καινούργια δουλειά για να πληρώνω το νοίκι μου. Γιατί σ’ εσένα δεν συνέβη αυτό;» Ο Σον αναστέναξε βαριά και κατέβασε το ένα τρίτο της μπίρας του με μια γουλιά. Και οι δύο ξέραμε τι σήμαινε το να βρίσκεται ο Ντεκ σε τέτοια διάθεση. Θα συνέχιζε να με κεντρί­ ζει όλο και πιο επιθετικά – να, να, να – ώσπου να μου σπάσει τα νεύρα ή να μεθύσει αρκετά για να τον φορτώσουμε σ’ ένα ταξί δίνοντας στον οδηγό τη διεύθυνσή του και το κόμιστρο. «Γιατί είμαι ένας γητευτής» είπα. Πράγμα που κατά κά­ ποιον τρόπο ήταν αλήθεια. Οι άνθρωποι είχαν την τάση να με συμπαθούν, κι αυτό με γλίτωνε από τους μπελάδες, ήταν όμως εντελώς άσχετο και το είπα μόνο και μόνο για να τη σπάσω στον Ντεκ. «Ενώ εσύ δεν είσαι». «Νια νια νια… Όχι. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν νοικιάζεις. Οι γονείς σου σου αγόρασαν το τσαρδί σου». «Όχι. Πλήρωσαν την προκαταβολή, όμως τις δόσεις του δανείου τις δίνω εγώ. Τι σχέση έχει τώρα–» «Κι αν κάποια στιγμή δεν μπορούσες ν’ αντεπεξέλθεις, θα πλήρωναν εκείνοι το δάνειο για έναν δυο μήνες, έτσι δεν είναι;» «Δεν έχω ιδέα. Δεν χρειάστηκε ποτέ να–» «Έτσι είναι. Η μητέρα κι ο πατέρας σου είναι υπέροχοι». «Ωχ, δεν ξέρω , σου λέω. Αλλά τι σημασία έχει κι αν το έκαναν;» «Λοιπόν» –ο Ντεκ με έδειχνε μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσω­ πό του το οποίο κάποιος θα περνούσε για φιλικό, εγώ όμως τον ήξερα καλύτερα– «λοιπόν να γιατί δεν σε πέταξε έξω κλοτσηδόν το αφεντικό σου. Διότι δεν πήγες εκεί απελπισμένος, σε πανικό. Μπήκες μέσα γνωρίζοντας πως, ό,τι κι αν συνέβαι­ νε, θα ήσουν μια χαρά. Κι έτσι ήσουν μια χαρά».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=