Σκοτεινός κήπος
39 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ «Ωχ, έλα τώρα!». «Αν τα είχες σκατώσει, εκείνοι είναι που θα έμεναν κολλη μένοι στον βούρκο για όλη την υπόλοιπη–» «Σοβαρά; Ας είχαν πάει σχολείο αντί να περνάνε την ώρα τους σνιφάροντας κόλλα ή σπάζοντας καθρέφτες αυτοκινήτων. Ας έπιαναν δουλειά . Η κρίση τέλειωσε. Δεν υπάρχει λόγος να μένει κανείς κολλημένος στον βούρκο, εκτός κι αν πραγματικά το επιλέξει». Ο Ντεκ με κοιτούσε έντονα, με μάτια γουρλωμένα και δύσπιστα, σαν να μ’ έπιασε να σκαλίζω με το δάχτυλο τη μύτη μου. «Φίλε, δεν έχεις ιδέα». Ο Ντεκ είχε έρθει στο σχολείο μας με υποτροφία. Ο πατέρας του ήταν οδηγός λεωφορείου, η μητέρα του δούλευε πωλήτρια στo πολυκατάστημα Arnotts και κανείς τους δεν είχε συλληφθεί ποτέ ούτε ήταν εξαρτημένος, επομένως δεν είχε περισσότερα κοινά με τα παιδιά της έκθεσης από μένα, περιστασιακά όμως του άρεσε να κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου, ειδικά όταν έψαχνε αφορμή να το παίξει εύθικτος και να δείξει την ανω τερότητά του. Ήταν ακόμη τσατισμένος με το θέμα των εμφυ τευμάτων. Θα μπορούσα να του επισημάνω ότι ο ίδιος ήταν η ζωντανή απόδειξη του φαρισαϊσμού της ηθικολογίας του, αφού εκείνος δεν είχε καταλήξει σε κάποια κατάληψη να σνιφάρει κλεμμένη μπογιά, αλλά είχε επενδύσει χρόνο και προσπάθεια για να χτίσει μια εξαιρετική καριέρα ως πληροφορικάριος – όπερ έδει δείξαι. Δεν είχα όμως τη διάθεση να συνεχίσω το παιχνίδι του εκείνη τη νύχτα. «Σειρά σου να κεράσεις». «Πραγματικά δεν έχεις ιδέα». «Όχι, πραγματικά είναι η σειρά σου. Θα σηκωθείς ή μήπως θέλεις να πάω εγώ αντί για σένα επειδή προέρχεσαι από μη προνομιούχο περιβάλλον;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=