Σκοτεινός κήπος

37 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ «Εντάξει. Καλό αυτό». Συνέχιζε να μη με κοιτάζει. «Πή­ γαινε να κάνεις τα τηλεφωνήματά σου». «Θα το διευθετήσω. Σ’ τ’ ορκίζομαι». «Είμαι σίγουρος. Πήγαινε τώρα» είπε ουδέτερα ο Ρίτσαρντ και επέστρεψε στο ξεφύλλισμα των χαρτιών του. Κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες προς το γραφείο μου, ευδιάθετος, σχεδιάζοντας ήδη τη βροχή των εικασιών και το κράξιμο από τους ακολούθους του Λαμόγιου στο Twitter. Ο Ρίτσαρντ ήταν εμφανώς τσατισμένος μαζί μου, όμως θα του περνούσε όταν έβλεπε ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί και κυλού­ σαν κανονικά, ή έστω όταν πια η έκθεση θα είχε τελειώσει αισίως. Όσο για τους πίνακες του Τίρναν, κρίμα. Θα έμεναν να μουχλιάζουν στο στούντιό του, δεν έβλεπα άλλη λύση, αν και δεν απέκλεια το γεγονός να σκεφτόμουν κάτι στην πορεία. Όπως και να είχε, θα μπορούσε πάντα να φτιάξει άλλους. Χρειαζόμουν μια μπίρα. Ή μάλλον πολλές. Ή, ακόμα καλύ­ τερα, μια ολονύκτια έξοδο. Μου είχε λείψει η Μελίσα –συνήθως περνούσαμε τουλάχιστον τρεις νύχτες την εβδομάδα μαζί–, αυτό όμως που πραγματικά χρειαζόμουν ήταν τους κολλητούς μου: τα πειράγματα και τις γελοίες παθιασμένες συζητήσεις μας, τις ατέλειωτες βραδιές –που τώρα τελευταία δεν συνέ­ βαιναν και τόσο συχνά– όταν όλοι καταλήγαμε τα ξημερώμα­ τα στον καναπέ κάποιου και τρώγαμε ό,τι υπήρχε στο ψυγείο του. Στο σπίτι είχα ένα πολύ καλό χασίς. Είχα μπει στον πει­ ρασμό να το καπνίσω αυτή τη βδομάδα, όμως δεν μου άρεσε να μεθάω ή να φτιάχνομαι όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, διότι έτσι ίσως ένιωθα χειρότερα. Φύλαξα λοιπόν το από­ θεμά μου για τον εορτασμό του αίσιου τέλους, ως συμβολική πράξη πίστης ότι θα ερχόταν, και αποδείχτηκε πως είχα δίκιο. Έτσι, βρεθήκαμε στου Χόγκαν να ψάχνουμε στα κινητά μας για παραλίες στα Φίτζι και ν’ απλώνουμε πού και πού τα χέρια να τραβήξουμε κάποιο από τα εμφυτεύματα του Ντεκ («Άντε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=