Σκοτεινός κήπος

33 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ Όπως είπα, δεν ήμουν συνηθισμένος ν’ ανησυχώ, και η έντα­ ση των στιγμών εκείνων με είχε πιάσει απροετοίμαστο. Εκ των υστέρων εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τις δει ως προαισθήματα που πήγαν στράφι, ως ένα σήμα κινδύνου που έπεσε πάνω μου με τη φόρα του κατεπείγοντος κι ύστερα στρεβλώθηκε, αδιόρατα αλλά μοιραία, εξαιτίας των περιορι­ σμών του μυαλού μου. Τότε τις έβλεπα απλώς ως ενόχληση και δεν είχα καμία διάθεση να τους επιτρέψω να με φρικάρουν. Ύστερα από λίγα λεπτά ξέφρενα εντεινόμενου πανικού, σηκω­ νόμουν, ανάγκαζα διά της βίας το κεφάλι μου να βγει από τη λούπα στην οποία είχε πέσει αφήνοντας παγωμένο νερό να πέσει πάνω μου για τριάντα δευτερόλεπτα, τιναζόμουν σαν τα σκυλιά και επέστρεφα σε ό,τι έκανα πριν. Την Παρασκευή το πρωί ήμουν λιγάκι στην τσίτα, τόσο, που χρειάστηκαν κάμποσες δοκιμές μέχρι να βρω το κατάλληλο ένδυμα που θα έστελνε το σωστό μήνυμα (νηφάλιος, μεταμε­ λημένος, έτοιμος να επιστρέψω στη δουλειά). Τελικά κατέληξα στο σκούρο γκρι τουίντ κοστούμι με ένα απλό λευκό πουκά­ μισο, χωρίς γραβάτα. Όπως και να ’χε, όταν χτύπησα την πόρ­ τα του Ρίτσαρντ ένιωθα αρκετά σίγουρος. Ακόμα και το κοφτό του «Ποιος;» δεν μου προκάλεσε εκνευρισμό. «Εγώ» είπα, προβάλλοντας το κεφάλι μου συνεσταλμένα από την πόρτα. «Το ξέρω. Κάθισε». Το γραφείο του Ρίτσαρντ ήταν μια ακατάστατη φωλιά από σκαλιστές αντιλόπες, κελύφη αχινών, αντίγραφα έργων του Ματίς και αντικείμενα που είχε φέρει από τα ταξίδια του, επίφοβα τοποθετημένα πάνω σε ράφια, στοίβες βιβλίων ή το ένα πάνω στ’ άλλο. Ξεφύλλιζε άσκοπα ένα πάκο χαρτιά. Τράβηξα μια καρέκλα κοντά στο γραφείο του, λοξά, σαν να επρόκειτο να ελέγξουμε μαζί τα χαρτιά γνησιότητας κάποιου πίνακα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=