Σκοτεινός κήπος
31 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ Έπαιζα πολύ Xbox, κι όταν πήγαινα για ψώνια, φορούσα ρού χα της δουλειάς, για κάθε ενδεχόμενο. Ευτυχώς, δεν έμενα σε μέρος όπου ανταλλάσσαμε τα πρωι νά διαχυτικούς χαιρετισμούς με τους γείτονες καθ’ οδόν προς το γραφείο, κι αν αυτό δεν συνέβαινε μία μέρα, θα περνούσαν να με δουν φέρνοντας κουλουράκια για να βεβαιωθούν ότι είμαι καλά. Το διαμέρισμά μου βρισκόταν στο ισόγειο ενός συγκρο τήματος από κόκκινα τούβλα της δεκαετίας του ’70, στριμωγ μένο ανάμεσα σε ωραίες βικτοριανές βίλες σ’ ένα εξαιρετικά όμορφο τμήμα του Δουβλίνου. Ο δρόμος ήταν φαρδύς και ευάερος, περιστοιχισμένος από τεράστια γέρικα δέντρα που οι ρίζες τους πάλευαν με τις πλάκες του πεζοδρομίου. Ο αρχιτέ κτονας του κτιρίου είχε, ευτυχώς, την ευαισθησία να ανταπο κριθεί στον περιβάλλοντα χώρο. Το σαλόνι μου είχε πολύ με γάλα παράθυρα, από το πάτωμα ως το ταβάνι, και γυάλινες μπαλκονόπορτες στις δύο πλευρές, έτσι που το καλοκαίρι το δωμάτιο ήταν ένα λαμπερό, ζαλιστικό συνονθύλευμα ηλιακού φωτός και σκιών από τα φύλλα. Με εξαίρεση όμως αυτή την αναλαμπή έμπνευσης, η δουλειά που είχε κάνει ήταν άθλια. Το εξωτερικό ήταν στεγνά χρηστικό και οι διάδρομοι είχαν την παραισθησιακή, μεταβατική ατμόσφαιρα ξενοδοχείου σε αερο δρόμιο: μακριές λουρίδες καφετιάς μοκέτας εκτείνονταν μέχρι το βάθος, με μακριές σειρές από ανάγλυφες μπεζ ταπετσαρίες και φτηνές ξύλινες πόρτες εκατέρωθεν και βρόμικες γυάλινες απλίκες στους τοίχους, που έριχναν ένα κιτρινωπό φως. Δεν έβλεπα ποτέ μα ποτέ τους γείτονες. Άκουγα πνιχτούς γδούπους όταν έπεφτε κάτι στο επάνω πάτωμα και μια φορά κράτησα την πόρτα για να μπει ένας τύπος με ακμή στο πρόσωπο και εμφάνιση λογιστή που κρατούσε κάμποσες σακούλες M&S, όμως, πέραν αυτών, θα μπορούσα να έχω όλο το συγκρότημα δικό μου. Κανένας δεν θα πρόσεχε ούτε θα νοιαζόταν αν αντί να πηγαίνω στη δουλειά καθόμουν στο σπίτι ανατινάζοντας
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=