Σκοτεινός κήπος

30 T A N A F R E N C H την πόρτα στα μούτρα– και μου είπε να φύγω και να μην επι­ στρέψω πριν από την Παρασκευή, οπότε και θα είχε αποφα­ σίσει τι θα έκανε μ’ εμένα. Μια ματιά πάνω του –ωχρός, κολάρο ζαρωμένο, σαγόνι σφιγμένο σαν γροθιά– ήταν αρκετή ώστε να έχω τη σύνεση να μην ανοίξω το στόμα μου να πω τίποτα, ακόμα κι αν είχα κα­ ταφέρει να σκεφτώ κάτι που να είχε ειρμό προτού χτυπήσει την πόρτα πίσω του, κάνοντας τα χαρτιά μου να σκορπίσουν. Τα μάζεψα κι έφυγα, αποφεύγοντας τα γεμάτα περιέργεια γουρλωμένα μάτια της Eϊντίν της λογίστριας πίσω από τη χαραμάδα της πόρτας, ενώ προσπάθησα να διατηρήσω το βή­ μα μου ανάλαφρο και χαλαρό κατεβαίνοντας τις σκάλες. Πέρασα τις επόμενες τρεις μέρες μην κάνοντας σχεδόν τί­ ποτε άλλο από το να βαριέμαι τη ζωή μου. Το να πω σε κάποιον τι είχε συμβεί θα ήταν εντελώς ηλίθιο, από τη στιγμή που υπήρχε μια καλή περίπτωση να ξεθυμάνει η όλη ιστορία. Με είχε ξαφνιάσει το μέγεθος του θυμού του Ρίτσαρντ. Φυσικά, ήταν αναμενόμενο να έχει ενοχληθεί, όμως το βάθος της οργής του μου φάνηκε εντελώς δυσανάλογο. Ήμουν βέβαιος ότι απλώς είχε μια άσχημη μέρα και ότι όλα θα ήταν εντάξει όταν θα ξαναγυρνούσα στη δουλειά. Έμενα λοιπόν όλη μέρα στο σπίτι, για την περίπτωση που κάποιος μ’ έβλεπε κάπου όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι. Δεν τηλεφώνησα σε κανέναν. Δεν γινόταν να μείνω το βράδυ στο σπίτι της Μελίσα ή να της ζητήσω να μείνει στο δικό μου, διότι το πρωί μπορεί να ήθελε να πάμε μαζί στη δουλειά – το μαγαζί της απείχε μόλις πέντε λεπτά από την γκαλερί και συνήθως, όταν είχαμε κοιμηθεί μαζί το προηγούμενο βράδυ, περπατούσαμε ως εκεί πιασμένοι χέρι χέρι και φλυαρώντας σαν έφηβοι. Της είπα ότι είχα κρυολογή­ σει, πείθοντάς τη να μην περάσει για να με φροντίσει ώστε να μην την κολλήσω, και ευχαρίστησα τον Θεό για το ότι δεν ήταν ο τύπος της κοπέλας που θα σκεφτόταν πως την απατούσα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=