Σκοτεινός κήπος

29 Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Κ Η Π Ο Σ διότι, αν ήταν εκείνος, ο Μίξι τον έψαχνε. Ο Τύπος έπεσε με τα μούτρα και οι ακόλουθοί του εκτοξεύτηκαν στα ουράνια. Ο Τίρναν κι εγώ συζητήσαμε –μισοσοβαρά– το ενδεχόμενο να βρούμε κανένα ρεμάλι για ν’ αποτελέσει το πρόσωπο του προϊόντος, με αντάλλαγμα αρκετά χρήματα ώστε να συντηρή­ σει την εξάρτησή του (προφανώς μας χρειαζόταν κάποιος με τέτοια συνήθεια, για τη μέγιστη δυνατή αυθεντικότητα), τελι­ κά όμως αποφασίσαμε πως δεν ήταν απαραίτητο, διότι ένα πρεζάκι δεν θα ήταν καθόλου αξιόπιστο. Αργά ή γρήγορα, θα άρχιζε να μας εκβιάζει ή να απαιτεί να έχει λόγο στις δημιουρ­ γίες, και τα πράγματα θα περιπλέκονταν. Υποθέτω πως θα έπρεπε ν’ ανησυχώ για το τι θα γινόταν αν κάτι στράβωνε –και υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαν να στραβώσουν, όπως το ν’ αποφασίσει κάποιος δημοσιογράφος να ερευνήσει το θέμα ή να τα κάνω μαντάρα με την αργκό στον λογαριασμό του Λαμόγιου στο Twitter–, όμως δεν το σκεφτό­ μουν καθόλου. Η ανησυχία μού φαινόταν πάντα γελοίο χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Ήταν πολύ πιο απλό να κάνεις τη δουλειά σου ξέγνοιαστος και ν’ ασχολείσαι με το πρόβλημα όταν αυτό ανέκυπτε, εάν ανέκυπτε, πράγμα που πολλές φορές δεν συνέ­ βαινε. Συνεπώς, όταν ο Ρίτσαρντ τ’ ανακάλυψε όλα έναν μήνα πριν από τα εγκαίνια και τέσσερις ημέρες πριν από εκείνο το βράδυ, με έπιασε εντελώς απροετοίμαστο. Ακόμη δεν είμαι απόλυτα σίγουρος πώς το έμαθε. Από τα λίγα που έφτασαν στ’ αυτιά μου (κολλημένος στην πόρτα του γραφείου μου κοιτάζοντας τη σκασμένη λευκή μπογιά με τον σφυγμό μου ν’ ανεβαίνει αργά αργά, μέχρι που έγινε ένα βα­ σανιστικό σφυροκόπημα στη βάση του λαιμού μου), ήταν κάτι σχετικό μ’ ένα τηλεφώνημα, όμως ο Ρίτσαρντ, σ’ ένα δριμύ ξέσπασμα οργής, πέταξε έξω τον Τίρναν τόσο γρήγορα, που δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε. Στη συνέχεια ήρθε στο γραφείο μου –στο τσακ πρόλαβα να κάνω πίσω και να μη φάω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=