Σκοτεινός κήπος

26 T A N A F R E N C H ρέτες στα οποία παρενέβαλλε διάφορα περίεργα που κάπου είχε πάρει τ’ αυτί του (Kraftwerk;). Μόνο που κάποιο απόγευ­ μα μπήκα στο γραφείο του Τίρναν χωρίς να χτυπήσω και τον βρήκα κουκουβισμένο στο πάτωμα να βάζει τις τελευταίες πινελιές στο πιο πρόσφατο έργο του Λαμόγιου. Αφού πέρασαν τα πρώτα δευτερόλεπτα άφωνης έκπληξης, έβαλα τα γέλια, εν μέρει με την έκφραση του Τίρναν –ένα μείγμα άλικης ντροπής και φουσκωμένης αμυντικότητας καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί μια πειστική δικαιολογία– και εν μέρει μ’ εμένα τον ίδιο, που τόσους μήνες τώρα συνέπλεα ανέμελος χωρίς την παραμικρή υποψία, ενώ, φυσικά, θα έπρε­ πε να το είχα καταλάβει καιρό πριν. (Από πού κι ως πού να βρίσκονται καν οι μη προνομιούχοι νέοι στο οπτικό πεδίο του Τίρναν;) «Βρε, βρε, βρε!» έκανα γελώντας ακόμη. «Κοίτα να δεις!» «Σσσσ!» σύριξε ο Τίρναν, υψώνοντας τα χέρια του και στρέφοντας βιαστικά το βλέμμα του προς την πόρτα. «Ο φίλος μου το Λαμόγιο αυτοπροσώπως». «Για όνομα, βούλωσ’ το , σε παρακαλώ! Ο Ρίτσαρντ…» «Είσαι πιο όμορφος απ’ ό,τι περίμενα». «Τόμπι, άκουσέ με. Όχι, όχι, άκουσέ με». Είχε τα χέρια του απλωμένα όπως όπως πάνω από τον πίνακα σαν σε μια γελοία προσπάθεια να τον κρύψει: Πίνακας; Ποιος πίνακας; «Αν βγει αυτό παραέξω, πάει, ξόφλησα. Κανείς δεν θα με προσλάβει ποτέ ξανά». «Τίρναν, ηρέμησε». «Τόμπι, τα έργα είναι καλά. Είναι . Κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος. Κανείς δεν θα τους ρίξει δεύτερη ματιά αν μαθευτεί ότι είναι δικά μου, εγώ πήγα σε σχολή καλών τεχνών …» «Μιλάμε μόνο για τα έργα του Λαμόγιου ή είναι κι άλλα;» «Μόνο του Λαμόγιου. Σ’ τ’ ορκίζομαι». «Χμ» έκανα, κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο του. Το έργο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=