Σκοτεινά Βάθη
Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Α Β Α Θ Η 17 η αιωνιότητα, το γεγονός ότι τα παιδιά έπρεπε να είναι εκεί κάθε μέρα, έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να τα κάνει καλούς ανθρώ- πους έλεγε συχνά στον εαυτό του, ακόμα κι αν, φυσικά, όφειλε να παραδεχτεί –πολύ απρόθυμα– ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Τα παιδιά έψηναν λουκάνικα καθισμένα σε κομμάτια κορμών τοποθετημένα σε τετράγωνο γύρω από τη φωτιά. Ο Μάρτιν πάρ καρε και αναζήτησε με το βλέμμα τον γιο του, εντόπισε τελικά το ξανθό μαλλί του και την μπλε φόρμα. Στάθηκε για λίγο εκεί και απλώς κοιτούσε, ο Άνταμ δεν είχε ανακαλύψει το αυτοκίνητο ακόμη. Ζούσε στον δικό του κόσμο τώρα, στον κόσμο που βρισκό ταν όταν δεν ήταν μαζί με τους γονείς του. Ήταν συναρπαστικό και μεγαλειώδες και λίγο τρομακτικό να το βλέπεις, να βλέπεις ότι ήταν ο εαυτός του έστω και χωρίς αυτούς. Τώρα έβαζε στο στόμα του το τελευταίο κομμάτι λουκάνικο. Του έδωσαν μια χαρτοπετσέτα να σκουπίσει το στόμα του. Το σουφρωμένο υπέροχο στόμα. Τα γεμάτα και απαλά μάγου λα. Τα μάτια που παρακολουθούσαν άγρυπνα τα πάντα μέχρι ν’ αντιδράσουν για κάτι που ήταν λάθος, που δεν επιτρεπόταν. Συ χνά αυτά σχετίζονταν με τον Μούλε – όπως ότι τον είχαν ξεχάσει στο σπίτι για παράδειγμα και δεν μπορούσαν να πάνε να τον πάρουν εκείνη τη στιγμή, ότι εκείνος είχε κάνει κάποια ανοησία σε κάποια άλλη κούκλα ή σε λούτρινο αρκουδάκι και δεν του έκοβε να πει ένα συγγνώμη, όλες οι αναποδιές και όλες οι χαρές στη ζωή προέκυπταν κατά κάποιον τρόπο από την πάνινη κούκλα. Ο Μάρτιν έσπρωξε πίσω το κάθισμα και έβγαλε το χοντρό κάτω εσώρουχο που φορούσε όταν έκανε κατάδυση. Φόρεσε το τζιν παντελόνι και ένα πουλόβερ και βγήκε από το αυτοκίνητο. Όταν έκλεισε την πόρτα, ο Άνταμ σήκωσε το βλέμμα. «Μπαμπά!» Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στον Μάρτιν με τα χέρια ορθά νοιχτα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=